Γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1927 στην πόλη Σενιμενίλ, στα Βοζ της Γαλλίας (σ.σ.: περιοχή της Λωρραίνης) από ιταλική οικογένεια και ξεκίνησε την καριέρα της στο Παρίσι, αφού πρώτα υποχρεώθηκε να εργαστεί ως μοδίστρα. «Ο πατέρας μου, αυστηρών αρχών, θεωρούσε ότι ηθοποιός και πουτάνα ήταν ένα και το αυτό» συνήθιζε να μνημονεύει στις συνεντεύξεις της. Και η αλήθεια είναι πως η σπουδαία ερμηνεύτρια έδωσε πολλές μάχες προσπαθώντας να αγγίξει το όνειρο. Ολα αλλάζουν το 1959, όταν ο Αλέν Ρενέ της προτείνει τον πρώτο ρόλο στο συγκλονιστικό αφηγηματικό του ντεμπούτο με τίτλο «Χιροσίμα αγάπη μου» –σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντιράς. Η ταινία, που θα μείνει στην Ιστορία για μια φράση της («Δεν είδες τίποτα στη Χιροσίμα»), αναδεικνύει τον Ρενέ σε μια εξέχουσα φυσιογνωμία του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου. Στην υπόθεση, μια γαλλίδα ηθοποιός βρίσκεται στη Χιροσίμα για κάποια γυρίσματα και εκεί συναντά έναν ιάπωνα αρχιτέκτονα (Εϊτζι Οκάντα). Για ένα εικοσιτετράωρο θα ζήσουν μαζί μια ερωτική ιστορία. Και, μέσω αυτής, η ηρωίδα «υποχρεώνεται» να αντιμετωπίσει την οδυνηρή μνήμη ενός άλλου, νεανικού έρωτα με γερμανό στρατιώτη, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής –καθώς και τη διαπόμπευσή της ως συνεργάτιδας των Ναζί. Παρελθόν και παρόν γίνονται ένα, μια ταινία «που επέβαλε έναν καινούργιο αφηγηματικό τρόπο, καθαρά και απόλυτα κινηματογραφικό, που δεν είναι δανεισμένος από άλλες τέχνες», όπως έγραφε παλιότερα στο «Βήμα» ο Βασίλης Ραφαηλίδης.
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗ «ΧΙΡΟΣΙΜΑ». Παραδόξως, η Ριβά απέρριψε άπειρες «εμπορικές» προτάσεις μετά τη μεγάλη επιτυχία του «Χιροσίμα αγάπη μου». Οταν έχεις ξεκινήσει έτσι, πού να πας; «Επειδή τους απέρριπτα, με ξέχασαν. Ηταν παράξενο. Η παρουσία μου δημιούργησε ένα “κενό” στον κινηματογραφικό χώρο, το οποίο και κάλυψα –μοναχά, όμως, για λίγο». Ξεχώρισε για τις ερμηνείες της στις ταινίες «Ο Εφημέριος» (Léon Morin, Prêtre, 1961), «Τα Μάτια του Μίσους» (Thérèse Desqueyroux, 1962) για την οποία βραβεύτηκε με το Κύπελλο Βόλπι Καλύτερης Ηθοποιού στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, «Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία» (Trois Couleurs: Bleu, 1993) και «Venus Beaute: Ινστιτούτο Ομορφιάς» (1999).
Η ηθοποιός άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή στο Παρίσι «έπειτα από μακρά ασθένεια» σύμφωνα με το περιβάλλον της, που επιβεβαίωσε πληροφορία της εφημερίδας «Le Monde». Παρέμεινε στο καλλιτεχνικό προσκήνιο μέχρι και τα βαθιά της γεράματα. Το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο Σεζάρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Amour». Για την ίδια ταινία του αυστριακού σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε έθεσε υποψηφιότητα και για τα Οσκαρ, ενώ στο μεταξύ το κοινό αγκάλιαζε ένα φιλμ που, υπό άλλες συνθήκες, θα άφηνε εντελώς αδιάφορους τους μη σκληροπυρηνικούς: ολοκληρωτική απουσία κινηματογραφικού score και μεγάλα σε διάρκεια μονοπλάνα με τις ρυτίδες στα πρόσωπα του Ζαν Λουί Τρεντινιάν και της Εμανουέλ Ριβά να γεμίζουν συχνά την οθόνη. Αν κι εμείς δίνουμε σημασία μονάχα στα μάτια τους.«Ελεγαν πως η κεντρική ιστορία θα έδιωχνε τον κόσμο από τις αίθουσες. Και έκαναν λάθος. Αυτή είναι μια ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Σε μένα, σ’ εσάς. Τα ζητήματα της ζωής, του θανάτου και της αγάπης δεν θα πάψουν ποτέ να μας απασχολούν».
«Η Εμανουέλ Ριβά ήταν μια συγκλονιστική γυναίκα, μια ηθοποιός σπάνιων απαιτήσεων. Μια αξέχαστη φωνή φεύγει. Μια φωνή κατοικημένη από την αγάπη των λέξεων και της ποίησης» δήλωσε η Φρεντερίκ Μπρεντέν, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου και Κινουμένων Εικόνων (CNC). Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε.