«…και Ιουλιέτα»
Aκόμη και στις εποχές που η γυναίκα ήταν στη γωνία της Ιστορίας, στο υπόγειο των κοινωνιών και στα αζήτητα των θεσμών, η λογοτεχνία μάς παρέδωσε γυναικείες προσωπικότητες που ακόμη και σήμερα, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο που η γυναίκα έχει πάρει ισότιμη θέση στις κοινωνικές και οικονομικές δομές, φαντάζουν αξιοζήλευτες, εντελείς και ακέραιες ηθικά. Ας μην ξαναναφερθώ στον Ομηρο και στις Ανδρομάχες και στις Πηνελόπες και ας ξεκινήσω από τη Σαπφώ και την Ασπασία στην Ιστορία και στους τραγικούς, τα γυναικεία πορτρέτα τους.
Σκεφτείτε μόνο πως στην κλασική Αθήνα η γυναίκα στην καθημερινότητα της πόλεως ήταν άφαντη. Γυναίκα δεν ξεμύτιζε στην Αγορά. Μόνο στα Μεγάλα Παναθήναια, στη γυναικεία γιορτή των Θεσμοφορίων και στις τραγωδίες κατά τα Μεγάλα Διονύσια (με τη συνοδεία ανδρός οικείου) εμφανίζονταν.
Κι όμως η τραγωδία έδωσε Ατοσσες, Κλυταιμνήστρες, Ηλέκτρες, Αντιγόνες, Μήδειες, Αλκήστιδες, Φαίδρες, Δηιάνειρες, Ιοκάστες, Ανδρομάχες, Ελένες, Ιφιγένειες, Εκάβες, Πολυξένες. Πινακοθήκες με πορτρέτα γυναικείων μορφών και χαρακτήρων αλλά και Λυσιστράτες και Πραξαγόρες.
Η λογοτεχνία και το θέατρο έχουν προικίσει την εμπειρία μου, έχουν πλουτίσει τις γνώσεις μου για τον γυναικείο ψυχισμό, έτσι ώστε να έχουμε παγιώσει το αξίωμα λόγω της μεγάλης συσσώρευσης τύπων και συμπεριφορών, ηθών και διανοιών, ελιγμών και αιφνιδιασμών της γυναικείας στρατηγικής ότι η γυναίκα είναι μυστήριο, απρόβλεπτη, φυσικό φαινόμενο, τρικυμιώδης, υφαιστειώδης και ανεμοθύελλα!
Αν απλώς απαριθμούσα τους θεατρικούς γυναικείους χαρακτήρες πρώτης γραμμής έως την εποχή μας, δεν θα έφταναν οι σελίδες της σημερινής εφημερίδας. Ακόμη και τα πλέον απλά γραπτά που ερμηνεύονται στη σκηνή και αναλύουν γυναίκες, σχέδια και δράσεις πάντα κάτι πρωτότυπο, νεοφανές έχουν να μου πουν.
Πριν από μερικά χρόνια πρωτοεμφανίστηκε στα θεατρικά μας πράγματα ο Ακης Δήμου από τη Θεσσαλονίκη με τον μονόλογο «…και Ιουλιέτα», με ερμηνεία της Φωτοπούλου. Ακολούθησαν σημαντικά έργα του συγγραφέα. Τώρα επανέρχεται το πρώτο του τόλμημα με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση από τον αμερικανό κινηματογραφιστή Αγκ Λι, έναν πρωτότυπο και ευαίσθητο καλλιτέχνη, ο οποίος καθοδήγησε την Πέμη Ζούνη να πλάσει ίσως τον εξοχότερο ρόλο της σε μια πλούσια καριέρα που ξεκίνησε με τη Δυσδεμόνα του Σαίξπηρ (1982).
Ο Δήμου με γλώσσα πλούσια και έντονο ψυχισμό μιας γυναίκας που βρέθηκε μόνη σε μια φορτισμένη ζωή να θρηνεί τον χαμένο έρωτά της κατορθώνει να κάνει τον θρήνο της ένα γυναικείο παραλήρημα για όλους τους χαμένους, τους προδομένους, τους παραπλανημένους έρωτες και όλες τις ερωτικά έρημες γυναικείες αγκαλιές, στα άδεια κρεβάτια και τα σκοτεινά γεμάτα αναμνήσεις δωμάτια.
Ο Λι βυθίστηκε στις ρίζες της γυναικείας κραυγής, έστω και χαμηλής σε ένταση αλλά τραγικής, και ανέσυρε από τη Ζούνη τον καημό, την απελπισία, τον πανικό της ερωτικής μοναξιάς με μουσικούς όρους. Και ανέδειξαν μια αξία του έργου του Δήμου που διέφευγε, τη μουσική της σιωπής εκ των εγκάτων.
Αλλά το συνταρακτικό σ’ αυτή την παράσταση στο Ιδρυμα Κακογιάννης ήρθε και από την Οψιν. Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με μια ομάδα μεταπτυχιακών εικαστικών της Σχολής Καλών Τεχνών και τους ενέπνευσε με τις προχωρημένες εικαστικές του τεχνικές να δημιουργήσουν έναν αδιακίνητα ποιητικό και εφιαλτικό ρευστό χώρο, όπου με συνεχείς μεταμορφώσεις ισότιμες με τα συναισθήματα και τις μεταπτώσεις του λόγου να αποτυπώνουν την τραγωδία του χρόνου και τη ματαιότητα κάθε ανθρώπινης κατασκευής.
Από δω και πέρα σε κάθε απόπειρα μειρακίων και μαϊμούδων να μεταμοντερνίζουν θα τους θυμίζουμε τραβώντας τους τ’ αφτιά το σκηνικό συμβάν του Λι και τη μουσική γλώσσα του Δήμου στα έμπειρα χείλη της Ζούνη και θα τους καθίζουμε στη γωνία της τάξης για τιμωρία. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου εφιαλτικό μπαρόκ!

«Η Αντριάνα»
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, εκτός από τη μεγάλη συμβολή του στην ανάδειξη της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής παραγωγής, μας εξέπλησσε και με τα συγγραφικά του τολμήματα. Τώρα στη Στοά ξαναπαίζεται ο μονόλογός του «Η Αντριάνα» με την Εύα Καμινάρη, που τον πρωτόπαιξε το 2013, αλλά θαρρώ πως τώρα χωρίς τα άλλα έξοχα μονολογικά της παλιάς σύνθεσης αναδείχτηκε και έδωσε την ευκαιρία στη θαυμάσια ηθοποιό να διαπλάσει ένα σπαρακτικό γυναικείο πλάσμα, καθημερινό, της διπλανής πόρτας, πληγωμένο, το αιώνια θυσιαζόμενο και σφαγιαζόμενο υπέρ των άλλων, το ερωτικά ευνουχισμένο από τη θρασύτητα, την προδοσία και την υπουλότητα των φίλων, των συγγενών, των γειτόνων.
Αυτή η Αντριάνα που η Καμινάρη άπλωσε στη σκηνή τα ρημαγμένα σπλάγχνα της και τα κουρελιασμένα όνειρά της είναι το υλικό με το οποίο σ’ αυτήν τη χώρα των τραυμάτων χτίστηκαν η μικροαστική μας μιζέρια και οι λιτανείες της κατάθλιψης.
Μέσα στο λιτό σκηνικό της Λεούση η Καμινάρη έδωσε στο κείμενο του Παπαγεωργίου με τη σκηνοθετική του σοφή καθοδήγηση ρίγος τραγικό και μια ποίηση μιας ανεπούλωτης πληγής.
«Ρόζα Εσκενάζυ, η βασίλισσα του ρεμπέτικου»
Στη Μουσική Σκηνή του πολυχώρου Αθηναΐς γίνεται μια δεύτερη, τελείως αναδομημένη απόδοση του μονολόγου «Ρόζα Εσκενάζυ, η βασίλισσα του ρεμπέτικου» που είχε ανεβάσει πριν από λίγα χρόνια με μεγάλη επιτυχία και απήχηση η Μαίρη Ραζή. Είναι ένα καλά δομημένο κείμενο του Παναγιώτη Μέντη, βασισμένο σε πραγματικά βιογραφικά στοιχεία της εβραϊκής καταγωγής ρεμπέτισσας, έξοχης τραγουδίστριας, αλλά εστιασμένο στον ψυχισμό μιας κυνηγημένης, λόγω φυλής, γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη βίαιη κοινωνία και με μια κοινωνία θεάματος που θεωρούσε τη γυναίκα εκτός από καλλιτέχνιδα και σκεύος ηδονής, υποταγμένο στα γούστα της πελατείας.
Η Εσκενάζυ έκανε την προσωπική της επανάσταση, πήρε τη ζωή στα χέρια της, διέσχισε καιρούς με θύελλες και σεισμούς και βίωσε μια δύσκολη εποχή διωγμών, διακρίσεων και ανυποληψίας για τη γυναίκα με όπλο τον τσαμπουκά, το χιούμορ και την αλληλοκατανόηση.
Ο Μέντης είναι μάστορας στη διαγραφή με λιτούς τρόπους πολύπτυχων ψυχικών μεταμορφώσεων. Ο Αντώνης Λουδάρος, αυτός ο έξοχος ηθοποιός, στην πρώτη του σκηνοθεσία αναδεικνύεται και μαέστρος ρυθμού και εκφραστικών λύσεων. Με τη συνδρομή των φωτισμών του Νίκου Καλατζή και ως ηχητικό πλαίσιο φωνές γνωστών ηθοποιών, η Νεφέλη Ορφανού, ηθοποιός με ήθος και ψυχική περιουσία πλούσια, έπλασε μιαν Εσκενάζυ έξοχη, λαϊκή, λιτή και προκλητικά τίμια. Ως τραγουδιστικό φόντο ο θεατής χαίρεται τη φωνή της Μαρίας Σουλτάτου που τραγουδά σπάνια ρεμπέτικα της εποχής του Μεσοπολέμου με την εξαίσια λαϊκή ευαισθησία της φωνής της.