Αποφασίζομεν και απορρίπτομεν

Κουίζ με κατασταλαγμένη σοφία, βγαλμένη από την πολιτική / πολιτιστική ζωή του τόπου, για αδύναμους (απέναντι σε όσα συμβαίνουν) λύτες: Ποιος μεγάλος δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός απέρριψε με κοινής, ομαδικής, αποστολής e-mail ήδη τις 500 από τις 1.100 καλλιτεχνικές προτάσεις τις οποίες εζήτησε, με δημόσιο κάλεσμα, να συλλέξει; Οι ευρόντες ας αναρωτηθούν πόσα μπορούν να αλλάξουν στη χώρα στην οποία ζούμε.

Αμερικανικό όνειρο, είπατε; Ε, ναι. Το 1975 που ο Ντέιβιντ Μάμετ έγραφε τον «Αμερικάνικο βούβαλο» οι ΗΠΑ ζούσαν «μια έξαρση με το αμερικανικό όνειρο μετά τα χρόνια των εξεγέρσεων», όπως μου θυμίζει ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής του Πέτρος Φιλιππίδης. Εκεί βρισκόταν η απαρχή μιας κατάστασης που μας έφερε ώς εδώ, προσθέτει για το έργο που ο ίδιος ο Μάμετ το είχε εντάξει στη χορεία των «αντικαπιταλιστικών» του, προτού το αποποιηθεί «ως καπιταλιστής πλέον». Ομως κατά τον Πέτρο Φιλιππίδη το σημαντικό –πάντα –κείμενο είναι μια καλή απόδειξη των θεατρικών που φεύγουν από τα χέρια των δημιουργών και ανήκουν πλέον στην υφήλιο. Μας ενδιαφέρει να δούμε τι έκαναν τότε στην Αμερική; «Ναι, διότι αυτό το είδος του αμερικανικού ονείρου αντιγράψαμε» λέει ο Πέτρος Φιλιππίδης. Αριστοι κοπιαδόροι. Από τις χώρες που έγιναν «πιο Αμερικανοί από τους Αμερικανούς». Από κει ξεκίνησαν όλα και φτάσαμε όπου φτάσαμε σήμερα, προσθέτει. Πέραν του ότι μιλάει –διαχρονικά –για τις σχέσεις και τις φιλίες που καταστρέφονται ή το αντίθετο, όταν ενώνουν τους ανθρώπους τα κοινά προβλήματα. Υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για το σήμερα; Που δεν απέχουν από τους ήρωες, που «νομίζουν ότι είναι σημαντικοί, λένε, λένε, λένε, φτιάχνονται και στο τέλος δεν γίνεται τίποτα». Ακόμη και με αφορμή τη ληστεία που οργανώνει το θεατρικό τρίο (μαζί με τους Γιάννη Μπέζο και Ορφέα Αυγουστίδη) για να αρπάξει ένα πολύτιμο, υποτίθεται, νόμισμα που απεικονίζει έναν αμερικάνικο βούβαλο.

Σκληρή κωμωδία, θα χαρακτήριζε ο Πέτρος Φιλιππίδης τον «Βούβαλο», που ανεβάστηκε μόλις στο Μουσούρη, μετά το «Και τώρα οι δυο μας», στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με την υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου. «Η κατάσταση τους κάνει αστείους, όπως και η γελοιότητα των χαρακτήρων» μου λέει, υποδεικνύοντας ότι είναι κάτι σαν τις αμερικανικές «Δάφνες και πικροδάφνες» (του Κεχαΐδη). «Ο κώδικας είναι κωμικός, όπως και στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ, ειδάλλως δεν αποκαλύπτονται το βάθος και το πλάτος του έργου». Υστερα από 25 χρόνια φιλίας, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός συναντά ξανά τον Γιάννη Μπέζο, που όπως χαρακτηριστικά θυμάται ότι τους είχε πει –επί «Βατράχων», το 1998 –ο πατέρας Μπέζος «στις φλέβες του ενός κυλάει το αίμα του άλλου». «Είναι ευλογία να είμαι μαζί με τον Γιάννη στη σκηνή» μου λέει ο Πέτρος Φιλιππίδης (που έκανε και την απόδοση του «Βούβαλου»). Οσο για τον Ορφέα Αυγουστίδη, του αποκαλύφθηκε μια «μεγάλη στόφα ηθοποιού, που πρέπει να του δοθούν οι ευκαιρίες να κάνει μεγάλους ρόλους».
«Σάββατο βράδυ, η Μπέμπα Ταντή κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις. Ενιωθε άκεφη και κουρασμένη. Θα προτιμούσε να τριγύριζε με τα χέρια ελεύθερα σαν άντρας. Από τότε που κληρονόμησε το μαγαζί τού πατέρα της κι αποφάσισε να πάρει σύζυγο και συνεταίρο, έχασε το βάδισμα του νέου κοριτσιού…». Η περίφημη «Βιοτεχνία υαλικών» –Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1976 –του αείμνηστου Μένη Κουμανταρέα (φωτογραφία) ανεβαίνει για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή, από την Εταιρεία Θεάτρου «Νεάπολις», σε σκηνοθεσία Αγγελου Χατζά, στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (από Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου). Εμβληματικό έργο της Μεταπολίτευσης, «εστιασμένο στον άνθρωπο, που έβγαινε κατατραυματισμένος από την Ελλάδα της δικτατορίας προς ένα καινούργιο θολό τοπίο», σκιαγραφεί τέσσερις ήρωες στα όρια των αντοχών τους: το ζεύγος Ταντή,Μπέμπα και Βλάση, και δύο λούμπεν φίλους τους, τους Βάσο Ραχούτη και Σπύρο Μαλακατέ. Ο Γιάννης Μπουραζάνας, που παίζει επίσης (μαζί με τους Τζίνη Παπαδοπούλου, Γιάννη Στόλλα), ανέλαβε τη θεατρική διασκευή από τότε που ο Αγγελος Χατζάς είχε πρωτοδιαβάσει και σαγηνευτεί από το μυθιστόρημα, «από την εποχή, την ατμόσφαιρα, την κινηματογραφική γραφή», όπως μου λέει, και του μπήκε το ζιζάνιο να το «θεατροποιήσει». Στις συζητήσεις του με τον Μένη Κουμανταρέα για την Αθήνα της χούντας, εκείνος του επισήμαινε το στοιχείο που κάνει το έργο τόσο επίκαιρο: ότι η διαπλοκή και οι περίεργες σχέσεις με το κράτος, που οδήγησαν στη σημερινή κρίση, είχαν μεγάλες ρίζες εκεί. Οι τέσσερις ήρωες «βλέπουν τη ζωή τους να συντρίβεται και αυτό μας αφορά πολύ σήμερα», κατά τον σκηνοθέτη, που υπογράφει –και παίζει –και στην παιδική παράσταση «Ταξίδι στο κέντρο της Γης» του Ιουλίου Βερν, στο 104, κάθε Κυριακή.