Από την καλή…

Δεν μιλάει συχνά on the record. Αποφεύγει –όσο μπορεί –ακόμη και να διαρρέουν μέσω «κύκλων» όσα πιστεύει. Οταν όμως αποφασίζει να το κάνει, βγάζει ειδήσεις –και όχι μόνο εξαιτίας της σπανιότητας των δημόσιων παρεμβάσεών του. Ο Κώστας Σημίτης όποτε τοποθετείται δημοσίως τοποθετείται πάντα πολιτικά. Αυτό έκανε και στη συνέντευξή του στον Χρήστο Χωμενίδη την Παρασκευή.

Η θεματολογία της κουβέντας των δύο ήταν ευρεία. Παγκοσμιοποίηση, ευρωσκεπτικισμός, ιδεώδη της ενωμένης Ευρώπης, οι απειλές της εποχής Τραμπ και πάει λέγοντας. Ο πρώην πρωθυπουργός, άλλωστε, έχει το υπόβαθρο που απαιτεί η ανάλυση ζητημάτων υψηλής πολιτικής. Εστω κι αν εκφράζεται σε ξερό τεχνοκρατικό στυλ. Ωστόσο, από τις 5.795 λέξεις αυτής της συνομιλίας υπήρξαν δύο προτάσεις που πυροδότησαν συζητήσεις επί συζητήσεων και αναλύσεις επί αναλύσεων για τα κίνητρά του.

«Πιστεύω ότι το πρώτο Μνημόνιο», είπε, «υπό την εξαιρετικά αυστηρή μορφή που είχε, δεν ήταν μονόδρομος». «Πιστεύω», συμπλήρωσε, «ότι μια σοβαρή πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να δείξει έναν άλλο δρόμο, δηλαδή να κάνει μια καλύτερη συμφωνία». Η ευθεία βολή κατά του διαδόχου του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Παπανδρέου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Λογικό. Και όχι μόνο εξαιτίας της σφοδρότητας της επίθεσης.

Η άλλη αιτία είναι πως τα τελευταία χρόνια ο Σημίτης έχει επιλέξει να μην αναμειγνύεται σε αυτό που θα ονομάζαμε «κουζίνα της πολιτικής». Εξάλλου δεν θα είχε κανένα λόγο. Ο πρωθυπουργός που έβαλε τη χώρα στον στενό πυρήνα της ευρωζώνης, στα πριβέ δηλαδή δωμάτια του κλαμπ των πιο ισχυρών κρατών του πλανήτη, θα απειλούσε την ίδια του την παρακαταθήκη αν εμφανιζόταν να εμπλέκεται σε μικροπολιτικούς σχεδιασμούς. Οι υποστηρικτές του επιμένουν πως η απόφαση της ένταξης στην ΟΝΕ δεν ελήφθη απλά για οικονομικούς λόγους. Οι αιτίες της συγκεκριμένης επιλογής ήταν βαθύτερες. Αντιλαμβανόταν, για να το θέσουμε κάπως φιλοσοφικά, πως αυτή θα ήταν η άγκυρα της χώρας στην Ιστορία.

Αν κάτι, λοιπόν, οφείλουν να του αναγνωρίσουν ακόμη και οι πιο ορκισμένοι του πολέμιοι, είναι η πίστη του στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας. Και για όποιον αρέσκεται στην πολιτική σημειολογία μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι στην εποχή της κρίσης, όποτε ο εκάστοτε πρωθυπουργός χρειαζόταν στον έκτο όροφο της οδού Νίκης κάποιον με τα φόντα να υπηρετήσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο, επιστράτευε στελέχη του ευρύτερου σημιτικού περιβάλλοντος.

Ο ίδιος επέλεξε στην περίοδο των Μνημονίων τη συγγραφή. Τέσσερα βιβλία μέσα σε τέσσερα χρόνια. «Ο εκτροχιασμός», «Δρόμοι ζωής», «Υπάρχει λύση; Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη» και «Ευρωπαϊκή κρίση χρέους: η ελληνική περίπτωση», που εκδόθηκε στα αγγλικά. Το γράψιμο ήταν ίσως ο τρόπος του να παραμείνει στο παιχνίδι.

…Και από την ανάποδη

Παρότι, πάντως, εμφανίζεται ως statesman, δεν μπορεί να κρύψει την εύλογη αγωνία του για τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Τη διακρίνει και ο πιο αποστασιοποιημένος παρατηρητής. Η παρέμβαση της Παρασκευής, για παράδειγμα, ήρθε ελάχιστες εβδομάδες μετά την απόφαση της Φώφης Γεννηματά να συνεργαστεί με το ΚΙΔΗΣΟ και το πανηγυρικό πλασάρισμα ετούτης της συνεργασίας ωσάν αναγέννηση του πράσινου Κινήματος.

Οσοι σκέφτονται με όρους παραπολιτικής θα συνέδεαν τα σημιτικά πυρά στον Παπανδρέου με το παρελθόν. Τον Ιούνιο του 2008 ο τελευταίος ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τον είχε διαγράψει –με μια ανοιχτή επιστολή μάλιστα –από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. Γιατί; Επειδή ο πρώην πρωθυπουργός είχε διαφωνήσει με την πασοκική πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος προκειμένου να κυρωθεί ή όχι η Συνθήκη της Λισαβόνας.

Μια πιο προσεκτική μελέτη των σχετικών με την Κεντροαριστερά κινήσεών του πιθανόν διαψεύδει αυτήν την ελαφρώς επιφανειακή προσέγγιση –που τον θέλει απλά να τρώει το κρύο πιάτο της εκδίκησης. Η κριτική στον ΓΑΠ διαβάζεται και ως μια έμμεση κριτική στο σημερινό ΠΑΣΟΚ. Στο ΠΑΣΟΚ που φαίνεται να ποντάρει στην αναπαλαίωσή του προκειμένου να επιβιώσει εκλογικά. Εκείνος, όμως, όλα τα τελευταία χρόνια μοιάζει να προσπαθεί να πριμοδοτήσει τις δυνάμεις του κεντρώου χώρου, οι οποίες υπηρετούν απαρέγκλιτα την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Ακόμη κι αν αυτό στρέφεται κατά του κόμματος του οποίου ο ίδιος υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος.

Υπό αυτό το πρίσμα εξηγούν ορισμένοι πολιτικοί παρατηρητές και την εμπλοκή στην ενεργό πολιτική προσώπων που ήταν συνδεδεμένα μαζί του. Οπως, φέρ’ ειπείν, η απόφαση του Νικηφόρου Διαμαντούρου να ηγηθεί του ποταμικού ψηφοδελτίου Επικρατείας στις δευτέρες εκλογές του 2015. Αλλά και τη δική του συμμετοχή σε εκείνο τον μυστικό δείπνο των οκτώ, το καλοκαίρι που μας πέρασε, που είχε ως στόχο να βρεθεί η κατάλληλη κεφαλή για τον προοδευτικό χώρο.

Οι πιο μυημένοι στα πολιτικά πράγματα λένε ότι το μεγαλύτερό του μειονέκτημα ήταν πως δεν κατόρθωσε ποτέ να ελέγξει το κόμμα του. Το διατυπώνουν, βέβαια, πιο κομψά. Παρουσιάζοντάς τον ως έναν εκσυγχρονιστή πρωθυπουργό σε ένα διόλου εκσυγχρονιστικό κόμμα. Αναμφίβολα ο Σημίτης ήταν εκείνος που έκανε σύνθημα –και σε ορισμένες περιπτώσεις και πράξη –τον εκσυγχρονισμό στη βαλκανική απόληξη της Ευρώπης. Με προτεσταντική προσήλωση. Τόση μάλιστα, που μέχρι κι ορισμένοι από όσους ζήτησαν την πολιτική του στήριξη αργότερα έφτασαν να τον κατηγορούν για ελιτισμό.

Γι’ αυτό σήμερα θα είχε ενδιαφέρον η απάντηση στο εξής ερώτημα: Ποια θα είναι η στάση του απέναντι στους δύο πρώην υπουργούς του, που ετοιμάζονται να κάνουν ένα ανταγωνιστικό προς το ΠΑΣΟΚ κόμμα, διεκδικώντας, δε, την πολιτική του κληρονομιά;