Την περασμένη εβδομάδα, και ενώ οι εξελίξεις στον ΔΟΛ έπαιζαν πρώτο θέμα στα ΜΜΕ, πήρα ταξί για το γραφείο. Οταν είπα τη διεύθυνση, άρχισε με τον οδηγό η κλασική κουβέντα για το πώς πάνε τα πράγματα, πόσο καιρό έχουμε να πληρωθούμε και τέτοια. Φτάνοντας και ενώ έψαχνα για ψιλά (το αντίτιμο της κούρσας ήταν η ελάχιστη διαδρομή των 3,50 ευρώ), μου είπε: «Αφήστε το, μη μου δώσετε τίποτα». Επέμενε μάλιστα. Καθώς του έδινα τα δυο δίευρα, ένιωθα στιγμιαία αλλά ανάμεικτα συναισθήματα. Συγκίνηση γι’ αυτήν την επίθεση συμπαράστασης, πίκρα, προσβολή για το πώς φαντάστηκε ότι θα έμπαινα σε ταξί αν δεν είχα να πληρώσω, ένα είδος αστικής ντροπής, αλλά και κάτι σαν ενοχικό λαϊκισμό, αφού εγώ έχω (ακόμη) να διαθέσω λίγα ευρώ για ταξί.
Δικό μου, θα πείτε, αλλά όταν οι συλλογικότητες εκπίπτουν σε ομηρείες, τα «δικά μας» αποκτούν ειδικό βάρος. Κι αυτά τα δικά μας, τις τραγικές –σε σχέση με το προαναφερθέν περιστατικό –επιπτώσεις των έξι μηνών απληρωσιάς τώρα τελευταία τα συζητάμε ανοιχτά εδώ στον ΔΟΛ. Κατά τα άλλα, ιδρυματοποιημένοι σχεδόν, μπαινοβγαίνουμε σαστισμένοι σε γραφεία που καθαρίζονται πλημμελώς, δουλεύουμε σε μηχανήματα που όταν χαλάσουν δεν επιδιορθώνονται, ενημερωνόμαστε για το μέλλον μας από τα σάιτ και δουλεύουμε απλήρωτοι και χωρίς προοπτική. Εργαζόμενοι – σκακιέρες στις πλάτες των οποίων παίζονται απέλπιδα παιχνίδια εξουσίας και οικονομικών εξασφαλίσεων για την τρέχουσα ή την επόμενη μέρα. Οσοι όμως κόπτονται για την ιστορικότητα του ΔΟΛ θα πρέπει να μάθουν (ή να θυμηθούν)πως μέρος αυτής της ιστορικότητας είναι ότι εδώ μέσα πληρώνονταν πάντα οι πάντες –ακόμα «και τα παιδιά που έγραφαν τα φαρμακεία».