Μια εφημερίδα δεν κλείνει όταν κάποιος νομίζει ότι κρατάει στα χέρια του το τελευταίο της φύλλο. Ούτε όταν υποθέτει πως οι εργαζόμενοί της αδειάζουν τα γραφεία τους. Κανονικά, ο μόνος λόγος για να κλείσει μια εφημερίδα θα έπρεπε να είναι η τραγική έλλειψη αναγνωστών. Κάτι που δεν συμβαίνει με τις εφημερίδες του ΔΟΛ. Και τότε γιατί κινδυνεύουν με αναστολή της κυκλοφορίας τους;
Δεν είναι εύκολο να ξετυλίξεις το κουβάρι των αδιαμφισβήτητων ευθυνών της διοίκησης, των λιγότερο ή περισσότερο ακατανόητων επιλογών των τραπεζών, της στάσης των πολιτικών που συνήθως εξαπολύουν λυσσαλέες επιθέσεις, άλλοτε υπόσχονται λύσεις και καμιά φορά ποζάρουν ως λαφυραγωγοί. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να μοιράσεις την πίτα της ευθύνης ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος. Φταίει και σε κάποιο ποσοστό ο εκδότης; Και πόσο φταίει μια Πολιτεία που δεν έκανε ό,τι άλλες Πολιτείες, όπως η γαλλική ή η ιταλική, για να προστατεύσει και να ενισχύσει τον Τύπο της, αλλά αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στον απόλυτο έλεγχο και τον εκδικητικό στραγγαλισμό;
Αντίθετα, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς γιατί αυτές οι εφημερίδες έμειναν ανοικτές: επειδή ο κόσμος τους, οι άνθρωποι που διευθύνουν, γράφουν, διορθώνουν, στήνουν σελίδες, και φυσικά οι πολλοί άνθρωποι που τις διαβάζουν, αποφάσισαν να τις κρατήσουν ανοικτές. Κόντρα σε μια περιρρέουσα «συναδελφική» χαιρεκακία που πολλές φορές εκφράστηκε χυδαία, διατηρώντας τις λιγοστές ελπίδες τους και με μια αίσθηση ιστορικής ευθύνης για έναν εκδοτικό οργανισμό εκατό χρόνων που δεν επέδειξε κανένα από τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος. Τώρα πια ξέρουμε ποιοι κράτησαν τις εφημερίδες αυτές ανοικτές μέχρι τέλους. Και ποιοι τις κλείνουν.