Χάος στα αμερικανικά αεροδρόμια, διεθνείς επικρίσεις, οργή από τις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προσφυγές στα δικαστήρια και παγκόσμια αναταραχή στην πιο ακραία απόφασή του από τις 20 Ιανουαρίου οπότε ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ απαγόρευσε το Σάββατο την άφιξη στη χώρα προσφύγων για 120 ημέρες καθώς και πολιτών από επτά μουσουλμανικές χώρες για ένα μήνα. Καθώς η απόφαση είχε άμεση ισχύ, εκατοντάδες ταξιδιώτες εγκλωβίστηκαν στα αεροδρόμια των Ηνωμένων Πολιτειών ενώ σε πολλούς απαγορεύθηκε να επιβιβασθούν σε πτήσεις προς τις ΗΠΑ από διάφορα αεροδρόμια σε άλλες χώρες. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι Αρχές τούς έβγαλαν από τα αεροπλάνα την τελευταία στιγμή.
Λίγο αργότερα και ενώ είχε ξεσπάσει διεθνής κατακραυγή, ομοσπονδιακή δικαστής στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης που εκδίκαζε προσφυγές οργανώσεων προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξέδωσε κατεπείγουσα εντολή να σταματήσουν προς το παρόν οι απελάσεις πολιτών από τις επτά χώρες που αφορά το προεδρικό διάταγμα –Ιράν, Ιράκ, Υεμένη, Σομαλίας, Λιβύη, Συρία, Σουδάν –και οι οποίοι διαθέτουν έγγραφα που τους επιτρέπουν να εισέλθουν στις ΗΠΑ. Η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Ελευθεριών εκτιμά ότι η απόφαση αυτή επηρεάζει περίπου 200 άτομα που συνελήφθησαν σε αεροδρόμια των ΗΠΑ ή εκείνη την ώρα ταξίδευαν. Χθες, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας ανακοίνωσε ότι θα «συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις» αλλά ότι εξακολουθεί να ισχύει το εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για περιορισμούς στην είσοδο πολιτών από τις επτά μουσουλμανικές χώρες. Το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας ανέφερε ότι περίπου 375 ταξιδιώτες επηρεάστηκαν από το εκτελεστικό διάταγμα, 109 από τους οποίους ήταν τράνζιτ και τους απαγορεύθηκε η είσοδος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αεροπορικές εταιρείες σταμάτησαν άλλους 173 προτού επιβιβαστούν.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, πάντως, επιμένει, αντιδρώντας με τον γνωστό του τρόπο, δηλαδή μέσω twitter, στη δικαστική απόφαση. «Η Αμερική έχει ανάγκη ισχυρά σύνορα και εξονυχιστικούς ελέγχους ΤΩΡΑ», έγραψε στον λογαριασμό του στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. «Δείτε τι συμβαίνει στην Ευρώπη και, στην πραγματικότητα, σε όλο τον κόσμο –ένα τρομερό χάος!» πρόσθεσε ο αμερικανός πρόεδρος. Η αντίδρασή του φαίνεται πως προκλήθηκε από την κάλυψη της υπόθεσης αυτής από τους «New York Times» στους οποίους αφιέρωσε το πρώτο του tweet το πρωί της Κυριακής, χαρακτηρίζοντας την εφημερίδα αναφοράς «Fake News» («Κατασκευασμένη Είδηση») και προτείνοντας κάποιος να την εξαγοράσει για να την «επαναφέρει στην τάξη ή για να τη θάψει αξιοπρεπώς».
Το προεδρικό διάταγμα του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε αντιδράσεις και από τα δύο κόμματα. Ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ κάλεσε τον πρόεδρο να αναστείλει την απόφασή του, λέγοντας ότι αυτή η κίνηση κάνει τις ΗΠΑ να φαίνονται «λιγότερο ανθρωπιστικές, λιγότερο ασφαλείς, λιγότερο αμερικανικές. Η απόφαση πρέπει να ανασταλεί άμεσα και οι Δημοκρατικοί θα παρουσιάσουμε νομοσχέδιο για να την ανατρέψουμε», δήλωσε ο Σούμερ.
Ομως και πολλοί Ρεπουμπλικανοί εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους. Ο γερουσιαστής Τζον ΜακΚέιν δήλωσε ότι το διάταγμα Τραμπ «προκαλεί σύγχυση» και εγείρει σειρά ερωτημάτων. «Πρόκειται για διαδικασία που προκαλεί μεγάλη αναταραχή», είπε ο αμερικανός γερουσιαστής και πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας. Πρόσθεσε ότι το πιθανότερο είναι πως το διάταγμα Τραμπ θα δώσει στο Ισλαμικό Κράτος ευκαιρία για περισσότερη προπαγάνδα. Ο γερουσιαστής αναρωτήθηκε επίσης γιατί στις χώρες αυτές περιλαμβάνεται το Ιράκ, όπου οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ μάχονται στο πλευρό των ιρακινών δυνάμεων κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ο Τζον ΜακΚέιν εξέφρασε την ανησυχία του για τη συμμετοχή στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ του Στιβ Μπάνον, γνωστού ως επικεφαλής του ακροδεξιού ενημερωτικού site Breitbart News, πριν τεθεί επικεφαλής της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ και στη συνέχεια σύμβουλος στρατηγικής του νέου προέδρου. Ο γερουσιαστής δήλωσε ότι το γεγονός αυτό «αποκλίνει της σύνθεσης οποιουδήποτε Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στην ιστορία» των ΗΠΑ. Ο Μπάνον πάντως, χθες, δήλωσε πως ο Τύπος «θα πρέπει να κρατά το στόμα του κλειστό», επειδή ουσιαστικά βρίσκεται στην… αντιπολίτευση.
Σε πιο συγκρατημένους τόνους κινήθηκε ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στη Γερουσία, Ρεπουμπλικανός Μιτς ΜακΚόνελ, που είπε ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει «να είναι προσεκτικές» καθώς θα εφαρμόζουν το νέο εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Τραμπ. Ο ΜακΚόνελ χαρακτήρισε το προεδρικό διάταγμα «καλή ιδέα ώστε να γίνει πιο αυστηρή η εξέταση των μεταναστών αλλά», πρόσθεσε, «είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως μερικές από τις καλύτερες πηγές μας στον πόλεμο κατά της ριζοσπαστικής ισλαμιστικής τρομοκρατίας είναι μουσουλμάνοι, τόσο σε αυτή τη χώρα όσο και στο εξωτερικό… Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί». Χιλιάδες ακαδημαϊκοί από όλο τον κόσμο, καθώς και 20 νομπελίστες υπέγραψαν κείμενο διαμαρτυρίας επικρίνοντας την απόφαση Τραμπ.