Σήμερα συμπληρώνονται 40 χρόνια από τα εγκαίνια ενός από τους εμβληματικότερους πολιτιστικούς οργανισμούς της Ευρώπης. Η παρουσία του Κέντρου Πομπιντού στην πολιτιστική κληρονομιά της Γαλλίας και η επίδρασή του στη σύγχρονη καθημερινότητα των κατοίκων του Παρισιού διαμόρφωσαν ένα παράδειγμα πολιτιστικού κέντρου με ανοιχτούς στο κοινό χώρους χρήσης, μεγάλα εικαστικά, μουσικά, κινηματογραφικά και λογοτεχνικά προγράμματα εκδηλώσεων. Η επέτειος του Μπομπούρ τις επόμενες ημέρες απλώνεται σε σαράντα γαλλικές πόλεις και η γιορτή για το σύμβολο της πολυπολιτιστικής ουτοπίας συνεχίζεται.
Ολα ξεκίνησαν το 1969, όταν ο γάλλος πρόεδρος Πομπιντού ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός μεγάλου μουσείου σύγχρονης τέχνης στο Παρίσι. Εναν χρόνο μετά τα γεγονότα του φοιτητικού Μάη με αυτή την ανακοίνωση εξέφραζε την επιθυμία του να εκσυγχρονίσει τη Γαλλία. Η Πλατεία Μπομπούρ, στο ιστορικό κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας, ήταν εκείνη την εποχή χώρος στάθμευσης οχημάτων.

Ο τόπος ανέγερσης του μουσείου ορίστηκε μέσω διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Ανάμεσα στα μέλη της διεθνούς επιτροπής ήταν ο βραζιλιάνος αρχιτέκτονας και «πατριάρχης» του μοντερνισμού Οσκαρ Νιμάγερ (1908 – 2012), ο αμερικανός Φίλιπ Τζόνσον και ο γάλλος Εμίλ Εγιό με πρόεδρο τον Ζαν Προυβέ. Η επιτροπή αυτή επέλεξε την πιο επαναστατική πρόταση τριών μακρυμάλληδων νεαρών αρχιτεκτόνων που δεν ήταν γνωστοί εκείνη την περίοδο: Ρέντσο Πιάνο, Ρίτσαρντ Ρότζερς και Τζιανφράνκο Φραντσίνι. Η πρότασή τους άφηνε ελεύθερη τη μισή έκταση της πλατείας και προέβλεπε τη δημιουργία ενός γιγάντιου γυάλινου κουτιού, του οποίου οι λειτουργικές δομές καλωδίων, παροχών, σωλήνων ήταν ευδιάκριτες, για να υπάρχουν άπλετοι εσωτερικοί χώροι.

Η ανέγερση του πρωτοποριακού οικοδομήματος συγκέντρωσε βλέμματα προσοχής, εντυπωσιασμού και αμφισβήτησης. Απέκτησε μάλιστα το παρωνύμιο η «Παναγία των σωλήνων». Και οι αρχιτέκτονες του έργου δήλωναν ότι η ιδέα τους ήταν να δημιουργήσουν μία πόλη μέσα στην πόλη, με εισόδους από διαφορετικά σημεία, σε έναν τόπο συνάντησης με αξιοθαύμαστη θέα. Οταν μάλιστα οι επικριτές του αρχιτεκτονήματος απευθύνθηκαν στον Ρέντσο Πιάνο και του είπαν ότι μοιάζει με σουπερμάρκετ, εκείνος απάντησε: «Τόσο το καλύτερο, ο κόσμος δεν θα φοβάται να μπαίνει μέσα».

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. Πέρα από την πολεμική που προκάλεσε η αρχιτεκτονική του Μπομπούρ, η σύνθεση του προγράμματος των πολιτιστικών του εκδηλώσεων προσείλκυσε διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες. Ωστόσο το στοίχημα του πολιτιστικού εκδημοκρατισμού κέρδισε η δημόσια βιβλιοθήκη του Μπομπούρ. Στην οποία απέκτησαν ελεύθερη πρόσβαση φοιτητές, μετανάστες, μοναχικοί τύποι, περιθωριοποιημένα μέλη. «Σήμερα δεν υπάρχουν ουρές αναμονής σε όλη την έκταση της πλατείας και στο εσωτερικό του κτιρίου ορισμένα τμήματα παραμένουν αποκλεισμένα στο κοινό. Θα πρέπει σύντομα να δημιουργήσουμε αφορμές συναντήσεων με τον κόσμο.

Θα μου άρεσε το καφέ και το εστιατόριο του ισογείου να φιλοξενούν εκδηλώσεις αναγνώσεων και άλλα θεάματα. Παράλληλα προσβλέπουμε στις συνεργασίες με τα παραρτήματά μας στο Μετς, τη Μάλαγα στην Ισπανία, με ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης στις Βρυξέλλες», επισημαίνει ο πρόεδρος του Μπομπούρ Σερζ Λαβίν. Και προβλέπει ότι έως το 2019 το πνεύμα του παρισινού Μπομπούρ θα έχει φτάσει στη Σανγκάη για να προβάλει και να υποστηρίξει την καλλιτεχνική νέα σκηνή της Κίνας.

Στο μεταξύ, οι εκθέσεις του Μπομπούρ στο Παρίσι εξακολουθούν να προσελκύουν πολλούς επισκέπτες. Οπως η πρόσφατη μεγάλη έκθεση των έργων του Ρενέ Μαγκρίτ που σε διάστημα δύο μηνών έχει φέρει 600.000 επισκέπτες. Αλλά και τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου θεωρούνται από τα πιο πρωτότυπα, συνεχίζοντας να καλλιεργούν στους μαθητές του δημοτικού το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη τέχνη με εκδηλώσεις που απευθύνονται σε 250.000 μαθητές ετησίως.