Είναι μυστήριο πράγμα τα όνειρα. Απρόβλεπτο. Να, στα καλά καθούμενα, βλέπεις στο όνειρό σου τον Καραπαναγιώτη. Και όχι θλιμμένο, ε; Αγέρωχο, όπως ήταν πάντα. Στα καλά του, τότε που τον έτρεμαν οι πολιτικοί, και στα πιο δύσκολα, τότε που σε είχε δεχθεί σπίτι, και δεν μιλούσε, δεν μπορούσε πια να μιλήσει, μιλούσες μόνο εσύ, και στις δώδεκα παρά τέταρτο σού έδειξε με τα μάτια το ρολόι, ήταν η ώρα της σύσκεψης, έπρεπε να φύγεις, έπρεπε να είσαι συνεπής.

Αλλες εποχές. Οχι πως πάψαμε να κάνουμε δημοσιογραφία από τότε που πέθανε, Γενάρης ήταν και τότε. Συνεχίσαμε με το ίδιο πάθος, του το χρωστάγαμε άλλωστε. Αλλά εκείνη η λάμψη, εκείνη η τρέλα, είχε χαθεί. Ναι, μπορεί να γινόταν πάρτι γύρω του, αλλά δεν το ‘ξερε. Και να το ‘ξερε, δεν τον αφορούσε. Ηταν πάνω και πέρα απ’ αυτά. Εκείνος ήθελε να κάνει βόλτες στο Κολωνάκι με τον Λαμπράκη και να μιλάνε για την τελευταία συναυλία στη Metropolitan Opera. Ηταν «ένας διανοούμενος δημοσιογράφος, δάσκαλος για πολλούς, φίλος για τους περισσότερους, οδηγός για δύο γενιές», όπως γράψαμε σε αυτή την εφημερίδα την επομένη του θανάτου του, στις 9 Ιανουαρίου 2006.

Λέει άραγε το όνομα Καραπαναγιώτης τίποτα στους τραπεζίτες; Το μετράνε καθόλου στις αναλύσεις τους και στις αποφάσεις τους; Μπα –και λογικό είναι, πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Δεν είναι ο ένας κόσμος καλύτερος από τον άλλο, απλώς υπακούουν σε διαφορετικούς κανόνες. Ο ένας είναι σκληρός και αμείλικτος, ο άλλος εύπλαστος και τρυφερός. Οχι όμως και αφελής. Να πώς τελείωνε ένα άρθρο του Λ.Κ. για τη δολοφονία του Λαμπράκη: «Οταν παραβιάζονται οι αυστηροί κανόνες του πολιτεύματος, όταν επιχειρείται προσφυγή στην παρανομία, όταν επιστρατεύεται η βία –με όποιες διαθέσεις και για όποιους σκοπούς, μια χώρα εισέρχεται σε έναν κύκλο από τον οποίο δύσκολα διαφεύγει. Δημιουργούνται δίκτυα ευθυνών και ενόχων συμφερόντων που αντιστρατεύονται κάθε επάνοδο στην ομαλότητα και το καθεστώς δεν μπορεί να είναι βέβαιο για το μέλλον του. Είναι η ώρα των δολοφόνων».

Το μεσημέρι μιας Κυριακής του 1971, ο Σεφέρης έδωσε στον Καραπαναγιώτη δακτυλογραφημένο ένα ποίημα. Τιτλοφορείται «Γυμνοπαιδία, Υ.Γ. Γενάρης 1945» και το περιέλαβε ο Λ.Κ. στο πρώτο τομίδιο «Μαργαριτάρια και αχινοί» (1996). Αρχίζει έτσι: «Η θάλασσα που σε πήρε μακριά/ τόσο απαλή σαν τον κόρφο μητέρας/ αυτή το ξέρει.» Και τελειώνει έτσι: «Η θάλασσα που σε πήρε μακριά/ και σε ξανάφερε σε γνώριμο λιμάνι/ χαρίζοντάς σου τη στιγμή μπροστά στη σκάλα/ την ανεξάντλητη του μεσημεριού,/ ξέρει να σου εξηγήσει/ τη Μεγάλη Παρασκευή και το Πάσχα.»

Αν είχες πει στον Καραπαναγιώτη ότι κλείνουμε, δεν θα σου ζητούσε τα νούμερα για τα χρέη. Μια ιστορία θα σου διηγιόταν. Ενα βιβλίο θα σου έδινε. Μέχρι το επόμενο όνειρο.