Το διαλεκτικώς απλό: Εκεί που κλείνει μια εφημερίδα, κλείνει αυτόματα κι ένας πυλώνας της δημοκρατίας. Οταν μάλιστα η εφημερίδα είναι ομήλικη γεγονότων που συνιστούν σπονδύλους της ιστορικής μνήμης. Ως συνεκτικός κρίκος και ταυτόχρονα η αρχειοθέτησή της.
Οταν ακριβώς πρόκειται για «ιστορικά φύλλα», σύμφυτα με την παράδοση, το ποιοι, πώς και πόσο ευθύνονται, δεν έχει τόση σημασία, όσο η συνέπεια της αγγελλόμενης τελευτής. Γιατί ακόμη και ο υπερθετικός βαθμός των ευθυνών δεν εξισώνεται (και δεν εξισορροπεί) το μέγεθος αυτού που χάνεται για τη χώρα και την κοινωνία. Ως εν πολλοίς ακρωτηριασμός του εθνικού γίγνεσθαι. Οπως και αν ιδωθεί. Και όπως και αν εκτιμηθεί. Από φίλους ή αντιπάλους. Δεν έχει σημασία. Γιατί το διαλέγεσθαι και το δημοκρατικώς ανατάσσεσθαι, δεν έχει παραταξιακή ταυτότητα και κομματική καταβολή. Αυτά είναι παρεμπίπτοντα ως προς την ουσία της ύπαρξης αφενός και της προαγωγής αφετέρου αυτού που προσδιορίζεται ως Τύπος και καταξιώνεται ως ελευθεροτυπία.
Αλλά η ελευθεροτυπία, είναι συναρτημένη περισσότερο προς τη δυνατότητα να εκφέρεται δημόσιος λόγος. Και φυσικά στην κατοχυρωμένη του έκφραση. Με πρωτολάτες τούς συνειδητούς λειτουργούς του. Που δεν σχετίζονται με τις τραπεζικές δανειοδοτήσεις και τις διακομματικές απόπειρες ελέγχου της ελεύθερης γλώσσας. Οταν αυτή εκ παραδόσεως είναι υπεύθυνη, μεστή, πεπαιδευμένη κι εύτολμη. Αυστηρή οπωσδήποτε. Κι αιχμηρή ενδεχομένως. Αλλά τεταγμένη πάντοτε στους κανόνες δεδομένης δεοντολογίας.
Ακόμη όμως και λάθη και ολισθήματα εάν καταλογισθούν (καλόβουλα ή κακοβούλως) εκεί που ένα ιστορικό έντυπο φθάνει (και κατ’ ακρίβειαν οδηγείται) σε αδόκητο ή αναμενόμενο επίλογο, εκείνη που διαβρώνεται είναι μόνο η δημοκρατία. Στον βαθμό που το εκτόπισμα του δημοσιογραφικού λόγου τη συνδράμει. Και στην προκειμένη περίπτωση, τα τεκμήρια είναι κραυγαλέα για το πώς και πόσο και γιατί. Γιατί: Δεν θα μπορούσε κανένας και με τίποτα ν’ αναμετρηθεί με δεκαετίες ημερήσιας (και θαρραλέας) εκφοράς δημοκρατικού λόγου, χωρίς ν’ απαξιωθεί. Αλλά να πέσει μαχόμενος, για λόγους άσχετους προς αυτό, προς το οποίο και μόνον όφειλε ν’ αντεπεξέλθει. Ως δυναμική πολιτικής ευθύνης. Και κοινωνική αντίληψη.
Και ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω…