Nα μιλήσουμε ειλικρινά επειδή μόνο στους αναγνώστες μας χρωστάμε τελικά εξηγήσεις.
Υπάρχουν δύο επιλογές.
Η μία είναι η διασφάλιση της λειτουργίας του μεγαλύτερου και ιστορικότερου εκδοτικού οργανισμού της χώρας ώστε να οδηγηθεί συντεταγμένα σε διαδικασίες εξυγίανσης κι αναδιάρθρωσης.
Η επιλογή αυτή υπηρετεί ένα οικονομικό σχέδιο με κάποιο ρίσκο αλλά ισχυρή λογική.
Η άλλη είναι η αναστολή της λειτουργίας του λόγω έλλειψης υποτυπώδους ρευστότητας. Η τεχνητή πρόκληση ασφυξίας.
Η επιλογή αυτή υπηρετεί απλώς μια πολιτική ατζέντα με προφανή κίνητρα.
Η απόφαση ανήκει κατ’ αρχήν στις τράπεζες. Αλλά ασφαλής δρόμος δεν υπάρχει.
Η πρώτη επιλογή δεν προσκρούει σε κάποιον νόμο αλλά μπορεί να υποστεί τον έλεγχο που θα υποκινήσει κάθε κακόβουλος πολιτικός ή κομπλεξικός ανταγωνιστής. «Κλείσε τους να τελειώνουμε!».
Η στοιχειώδης επιχειρηματική αντίληψη είναι αναντίρρητα με το μέρος της. Υποθέτω όμως ότι οι τράπεζες πιέζονται ή φοβούνται.
Ούτε η δεύτερη επιλογή απαγορεύεται από κάποιον νόμο. Αλλά υπόκειται κι αυτή στον έλεγχο της Δικαιοσύνης.
Η απαξίωση τραπεζικής περιουσίας και πολλών εκατομμυρίων δανείων από διοικήσεις που ήδη διώκονται για τα δάνεια αυτά εμπεριέχει ενδιαφέρουσες ποινικές παραμέτρους.
Αλλωστε στην Ελλάδα η πολιτική ατζέντα αποτελεί μια σταθερά ασταθή μεταβλητή. Υπάρχουν εισαγγελείς σήμερα. Θα υπάρχουν και αύριο.
Σε οποιαδήποτε άλλη πολιτισμένη χώρα η πρώτη λύση θα είχε ήδη προχωρήσει. Και μιλώ αυστηρά επιχειρηματικά χωρίς να υπολογίζω άλλες κοινωνικές, δημοκρατικές και πολιτισμικές παραμέτρους που προφανώς συνυπάρχουν.
Στην Ελλάδα όμως η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος έχει μετατραπεί σε κλάδο της ποινικής δικονομίας.
Με απόλυτη ευθύνη της κυβέρνησης και των υποχθόνιων δυνάμεων που τη στηρίζουν. Της αντιπολίτευσης που συμμετέχει άβουλη στα καλλιστεία.
Αλλά και των ίδιων των τραπεζών που αντί να υποστηρίξουν μια καταφανώς εξυγιαντική διαδικασία επιλέγουν να λειτουργούν ως υποψήφιοι υπόδικοι.
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και έναν μήνα έδειξαν ότι δεν έχουν κανένα σχέδιο, ούτε καν αντίληψη των δεδομένων. Τρενάρουν. Και παραπαίουν από τηλεφώνημα σε τηλεφώνημα.
Πού φτάσαμε τώρα; Στο απροχώρητο.
Η κατάσταση που αντικειμενικά περιέγραψα μπορεί να αφορά τον ΔΟΛ. Αλλά είναι γελασμένος όποιος νομίζει ότι αφορά μόνο τον ΔΟΛ.
Αφορά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Διότι το βασικό πρόβλημα της χώρας σήμερα δεν είναι η αντιμετώπιση μιας διαλυμένης από την κρίση διαπλοκής, ούτε η διαμόρφωση μιας νέας, αλλά η οικοδόμηση μιας υγιούς ανάπτυξης.
Κι ευτυχώς ή δυστυχώς ανάπτυξη με ανύπαρκτες τράπεζες και κλειστές επιχειρήσεις δεν μπορεί να υπάρξει.
Αν δεν απατώμαι, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαλύθηκε πριν από είκοσι επτά χρόνια. Κι εξ όσων γνωρίζω καμία χώρα δεν αναπτύχθηκε ποτέ με δικαστική παραγγελία.