Δεν θυμόμουν ποιος είναι ο Νίκος Ξυδάκης που, χθες το πρωί, στη Βουλή ζήτησε να συζητηθεί στο Κοινοβούλιο η προοπτική της δραχμής. Ή μάλλον θυμόμουν ότι διετέλεσε ένα φεγγάρι υπουργός Πολιτισμού, που κάπνιζε το πούρο του στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και έβαλε μπροστά το σύστημα συναγερμού για την πυρανίχνευση.
Τα υπόλοιπα μου τα θύμισαν κάτι φίλοι. Μου είπαν, π.χ., ότι ο Νίκος Ξυδάκης είναι ένας συριζαίος με κοστούμι και γραβάτα που, όσο ήταν υπουργός φρόντιζε να βρίσκεται πίσω από τον Πρωθυπουργό όταν εκείνος μίλαγε ή καθόταν στη Βουλή για να τον παίρνει η κάμερα –κάτι αντίστοιχο του Μητσάρα, όσοι τον θυμάστε, ενός γραφικού οπαδού του Πανιωνίου που έγινε διάσημος ως φόντο ποδοσφαιρικών αστέρων.
Μου είπαν, ακόμα, ότι ήταν ένας λυρικός γλωσσοπλάστης, ένας οπαδός μιας βιτσιόζικης γλωσσαλγίας, που κατά καιρούς εξήρε το παρελθόν, «τότε που ζούσαμε» όταν ο κόσμος ήταν αθώος και ολιγαρκής, απαλλαγμένος από τα βάρη της βιωτής. Υπήρχε σκόνη, αρρώστια και θάνατος, αλλά δεν πειράζει διότι, όπως ο ίδιος έγραψε κάπου προσφάτως, «μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής».
Αχ, ο λυπημένος συριζαίος ποιητής. Μόνο αυτός μπορεί να αποθεώνει τις αισθήσεις του λιτού βίου. Στο Διαδίκτυο βρήκα ένα κείμενο του Νίκου Ξυδάκη που αποθεώνει τη μοναδικότητα του ελληνικού νερολί. Τι εστί νερολί; Η μυρωδιά, λέει, των νεραντζιών της Αθήνας, «το πιο εκλεκτό άρωμα της Μεσογείου. Γλυκό, μεθυστικό και ταυτόχρονα λεπτό, μοναδικό. Οι φουντωτές νεραντζούλες των γκρίζων πεζοδρομίων σκορπάνε λευκά άνθη σε καπώ και παρμπρίζ, […] σκορπάνε αιθέριο έλαιο που θεραπεύει την ένταση και το άγχος, που διασκεδάζει τον φόβο και την απαισιοδοξία, καταυγάζει τα πρόσωπα και διώχνει τις ρυτίδες».
Αυτά είναι. Τι το θέλουμε το ευρώ, τι να τα κάνουμε τα Μνημόνια, τι να την κάνουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, τι να την κάνουμε την πρόοδο όταν δεν απομένει παρά ένα τσακ για τον παράδεισο, για της μιας δραχμής το νερολί.