Δεν είναι η πρώτη φορά που οι εγγεγραμμένοι στο Σύνταγμα κανόνες δικαίου χρησιμοποιούνται ως ασπίδα κατά των αυθαιρεσιών της εξουσίας. Το πρωτόγνωρο είναι η ένταση της ανάγκης υπεράσπισης της ουσιαστικής Δημοκρατίας σε συνθήκες υποτιθέμενης Δημοκρατίας.
Δεν πρόκειται για φροντιστήριο συνταγματικού δικαίου αλλά για εμπειρική παρατήρηση: ζούμε, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, μια έξαρση τυπικά νόμιμων συμπεριφορών της εξουσίας, που προσβάλλουν όμως στον πυρήνα τους θεμελιώδεις δημοκρατικές κατακτήσεις. Η κάμψη της ανεξαρτησίας των «ανεξάρτητων» Αρχών, της «ανεξάρτητης» Δικαιοσύνης και του «ανεξάρτητου» Τύπου από την παρούσα ελληνική κυβέρνηση και, σε ακόμα πιο προχωρημένη μορφή, από την Ουγγαρία του Ορμπαν και την Πολωνία του Κατσίνσκι. Η μετατροπή της πολιτικής διαφωνίας σε ποινικό έγκλημα στην Τουρκία του Ερντογάν. Η προσυπογραφή προεδρικών διαταγμάτων χωρίς διαβούλευση με τα αρμόδια όργανα, με οριακά επιτρεπτό περιεχόμενο και με αγνόηση δικαστικών αποφάνσεων στη «νέα» Αμερική του Τραμπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κάτι που η εξουσία έχει τυπικά δικαίωμα να κάνει, το κάνει με μέσα και με τρόπο τέτοιο που παραβιάζει υπέρτερες έννομες και ηθικές αξίες.
Η πιο κεντρική πλατεία της Αθήνας πήρε το όνομά της από το αίτημα του λαού να τεθούν εντός συνταγματικών ορίων οι βασιλικές αρμοδιότητες και προνομίες. Η αποχή στα ψευτο-δημοψηφίσματα της χούντας για την επικύρωση των «Συνταγμάτων» της και η αντίσταση μερικών γενναίων στην πολιτική ανελευθερία που τα κείμενα εκείνα επιχειρούσαν να καλύψουν υπήρξε μια άλλης μορφής εναντίωση, που άφησε μάλιστα το διαρκές ίχνος της μέσα από την παγκοσμίως πρωτότυπη διάταξη του ελληνικού Συντάγματος για την υποχρέωση αντίστασης των Ελλήνων έναντι πράξεων που απειλούν το δημοκρατικό κεκτημένο. Στη μια περίπτωση είχαμε απολυταρχική βασιλεία, στην άλλη στυγνή δικτατορία. Είναι θλιβερό να φτάνουμε να ξαναθυμόμαστε τη θεσμική αντίσταση σε καιρό δημοκρατίας, όταν μια δημοκρατική κυβέρνηση, δεν συμμορφώνεται, λόγου χάριν, σε δικαστικές αποφάσεις ή πραγματοποιεί δημοψηφίσματα σε απαγορευόμενα θέματα ή, πιο έμμεσα αλλά εξίσου αντισυνταγματικά, προωθεί την προπαγάνδα στη θέση της πληροφόρησης. Εναντι τέτοιων συμπεριφορών όχι μόνο οι δικαστές αλλά και η κοινωνία των πολιτών οφείλουν, από το ίδιο το Σύνταγμα, να αντισταθούν.
Αυτός ο υπερασπιστικός της Δημοκρατίας συνταγματισμός βρίσκει, νωρίτερα από όσο και οι πιο απαισιόδοξοι φοβόμασταν, την πιο δύσκολη αλλά και την πιο παραδειγματική δοκιμασία του στις σημερινές ΗΠΑ. Απέναντι σε έναν πρόεδρο που θεωρεί το Σύνταγμα ένα κομμάτι χαρτί που δεν αξίζει ούτε την τιμή του χαρτιού πάνω στο οποίο είναι τυπωμένο, οργανώνεται ήδη η αντίσταση των θεσμών και της κοινωνίας. Βρέθηκαν ήδη δικαστές που έβγαλαν αποφάσεις για προσωρινό παραμερισμό του αποκλεισμού εισόδου στο αμερικανικό έδαφος χιλιάδων ανθρώπων με μόνο κριτήριο τη χώρα προέλευσής τους. Υπήρξε ήδη ρητή απόφανση περί της παρανομίας τέτοιων μέτρων εκ μέρους ανώτατου αξιωματούχου, της αναπληρώτριας υπουργού Δικαιοσύνης, έστω κι αν γνώριζε ότι θα έχανε τη θέση της, όπως και έγινε. Και ετοιμάζεται ήδη από ενώσεις πολιτών αλλά και μεμονωμένους πολίτες η γενικευμένη θεσμική αντίσταση στον οργουελικό εφιάλτη.
Είναι πικρό, αλλά δεν παύει να είναι χρήσιμο, να τιμούμε το Σύνταγμα έστω και μόνο όταν κινδυνεύει.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος