Στις επίσημες επισκέψεις μετράει ασφαλώς η συχνότητα. Μετράει και το μέρος. Και μετράει ασφαλώς και η συγκυρία. Κι ο Βλαντίμιρ Πούτιν που επισκέπτεται σπάνια την Ευρώπη, επιλέγει να επισκεφθεί σήμερα την Ουγγαρία κι ενώ στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου κάθεται πλέον ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο ρώσος πρόεδρος, υπενθυμίζει η επιθεώρηση «Πολίτικο», έχει συναντηθεί πολλές φορές με τον ούγγρο πρωθυπουργό από τότε που Βίκτορ Ορμπαν ανέλαβε την εξουσία στις αρχές του 2015. Η τελευταία του επίσκεψη στη Βουδαπέστη ήταν στις αρχές του 2015 –και ήταν η πρώτη του σε μια χώρα της ΕΕ μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα.

Η σημερινή επίσκεψη, επισημαίνουν οι αναλυτές, γίνεται με μια αυξημένη προσδοκία από την πλευρά του Πούτιν. Κι αυτή είναι ότι ο Ορμπαν μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην άρση των κυρώσεων που έχει επιβάλει η Ευρώπη στη Μόσχα. «Τα τελευταία δυο χρόνια, η σημασία του Ορμπαν για τους Ρώσους έχει αυξηθεί» σημειώνει ο Αντράς Ντέακ, ερευνητής στην ουγγρική Ακαδημία Επιστημών. «Στην προσφυγική κρίση έγινε ένα είδος εναλλακτικής στην παραδοσιακά φιλελεύθερη Ευρώπη».

Η επίσκεψη Πούτιν στη Βουδαπέστη δεν έχει πάντως μόνο πολιτική, αλλά και συμβολική σημασία. Ο ρώσος πρόεδρος θέλει να δείξει στην κοινή γνώμη της χώρας του ότι η Ρωσία είναι παγκόσμια δύναμη και όχι ένας παρίας σε απομόνωση. Και η υλοποίηση αυτού του στόχου περνάει μέσα από τη συνεργασία με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση και τη βελτίωση των σχέσεων με κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οπως το θέτει Ντμίτρι Τρένιν από το Ινστιτούτο Κάρνετζι της Μόσχας, «η Βουδαπέστη είναι μια από τις λίγες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου ο Πούτιν αισθάνεται άνετα συναντώντας κάποιον που μοιράζεται πολλές από τις απόψεις του για τον κόσμο».

Η υποδοχή του Πούτιν από τον Ορμπαν στέλνει το μήνυμα ότι δεν συναινούν όλα τα μέλη της ΕΕ στην πολιτική που ακολουθεί η Ενωση απέναντι στη Ρωσία. Και μπορεί τυπικά η ατζέντα της συνάντησης να περιλαμβάνει διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων το ζήτημα του πυρηνικού σταθμού που έχει αναλάβει να κατασκευάσουν ρωσικές εταιρείες για λογαριασμό της Ουγγαρίας, αλλά ο Βλαντίμιρ Πούτιν πηγαίνει στη Μόσχα με μια σαφή προτεραιότητα. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την εξασφάλιση της αντίθεσης του Ορμπαν με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας.

Η Μόσχα ελπίζει ότι αυτή η αντίθεση δεν θα εκφραστεί μόνο σε ρητορικό επίπεδο. Παραμένει, ωστόσο, ερώτημα πώς θα εκφραστεί πρακτικά. Γιατί μπορεί ο Ορμπαν να έχει εκφράσει τη διαφωνία του με τις κυρώσεις που επέβαλε η ΕΕ στη Μόσχα για τον ρόλο της στην ουκρανική κρίση, αλλά ούτε οι Ούγγροι ούτε άλλες χώρες που έχουν διατυπώσει τις επιφυλάξεις τους, όπως είναι η Ιταλία, η Ελλάδα και η Κύπρος, έθεσαν βέτο στην ανανέωση των κυρώσεων. Κανένας από τους αντιρρησίες δεν προχώρησε από τη θεωρία στην πράξη.

Θα αλλάξει κάτι τώρα; Η Μόσχα ελπίζει ότι με την εκλογή Τραμπ θα χαλαρώσει η πίεση της Ουάσιγκτον στο θέμα των κυρώσεων κι πως αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα κάποιες ευρωπαϊκές χώρες να εκφράσουν πιο σθεναρά τις ενστάσεις τους. Ακόμη περισσότερο: εάν ο Τραμπ άρει κάποιες από τις κυρώσεις, τότε θα είναι δύσκολο για την ΕΕ να διατηρήσει τις δικές της. Εξάλλου, ο ούγγρος υπουργός Εξωτερικών Πέτερ Σιγιάρτο το είχε πει σε συνέντευξη που παραχώρησε στη ρωσική εφημερίδα «Κόμερσαντ» την περασμένη εβδομάδα: «Εχουμε εκφράσει κατ’ επανάληψη την αντίθεσή μας, αλλά δεν έχουμε θέσει βέτο ούτε θέλουμε να διαλύσουμε την ενότητα της ΕΕ. Δεν ήμασταν μόνοι, υπήρχαν και άλλοι. Αλλά όταν ήρθε η ώρα της ψηφοφορίας, μείναμε μόνοι». Θα είναι το ίδιο μόνοι στη επόμενη;

Νέα δεδομένα από την εκλογή Τραμπ

Η Βουδαπέστη έχει εκφράσει διά στόματος του υπουργού της των Εξωτερικών την ελπίδα να αρθούν οι κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας, επισημαίνοντας ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία των ρωσοαμερικανικών σχέσεων. Ο ίδιος ο ούγγρος πρωθυπουργός έχει εργαστεί για την ενίσχυση των σχέσεων της χώρας του με τη Ρωσία. Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές, ωστόσο, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί νέα δεδομένα για τη Βουδαπέστη και τις σχέσεις με τη Μόσχα. Ο Βίκτορ Ορμπαν, ο οποίος έχει χαιρετίσει την εκλογή Τραμπ, έχει κάθε λόγο να ελπίζει στην προσωπική του αναβάθμιση με δηλώσεις όπως αυτή: «Η εποχή των πολυμερών σχέσεων πλησιάζει στο τέλος της, η εποχή των διμερών σχέσεων βρίσκεται μπροστά μας».