Τραπεζικά στελέχη μιλώντας με τον υπουργό Οικονομικών του εξήγησαν ότι ο μεγαλύτερος υπόγειος κίνδυνος από τη μεγάλη καθυστέρηση της αξιολόγησης δεν είναι ούτε η χαμένη ανάπτυξη, ούτε τα πρόσθετα μέτρα που δεν λαμβάνονται. Είναι η εύλογη ανησυχία για ένα τραπεζικό ατύχημα. «Ποιος θα μπορούσε να αποκλείσει ότι αν αυτή κατάσταση αβεβαιότητας συνεχιστεί για λίγο καιρό ακόμη, η κυβέρνηση δεν θα πιεστεί να επαναφέρει αυστηρότερους περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων» διερωτάται στέλεχος του επιχειρηματικού κόσμου, με γνώση της συζήτησης που είχαν την περασμένη Τετάρτη οι τραπεζίτες με τον υπουργό Οικονομικών. Συζήτηση που συνέπεσε, όχι τυχαία, με τη δημοσιοποίηση από το ΙΟΒΕ των στοιχείων για την επιφυλακτικότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να επιστρέψουν λεφτά «από το στρώμα» στις τράπεζες, αποτυπώνοντας την αποτυχία του πολιτικού συστήματος να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.

ΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ. Δεν είναι μόνο οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών που βρίσκονται πλέον οριακά πάνω από τα 100 δισ. ευρώ, λιγότερες δηλαδή κατά περίπου 2 δισ. ευρώ από τον περασμένο Ιούλιο, με το ΙΟΒΕ να μιλά για ιστορικό χαμηλό ως προς τις μελλοντικές τους κινήσεις.

Είναι κυρίως, όπως λέει ο συνομιλητής μας, ότι το κόστος της καθυστέρησης αποτυπώνεται καθημερινά όλο και πιο έντονα στην κατάσταση των επιχειρήσεων με κόκκινα δάνεια. Είναι ότι όσο θα σέρνεται η αβεβαιότητα, τόσο θα δημιουργούνται ερωτηματικά αν και πότε θα κλείσουν ντιλ όπως αυτό μεταξύ Μαρινόπουλου – Σκλαβενίτη. Το ίδιο ισχύει για χιλιάδες διασωληνωμένες επιχειρήσεις που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σκάσουν, όπως και για εταιρείες τύπου Γιούλα, που μην μπορώντας να ανταπεξέλθει στον υπέρογκο «ελληνικό» τραπεζικό δανεισμό, πούλησε εργοστάσια σε ξένο όμιλο.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η πολιτική δεν ακούει την ανησυχία της οικονομίας. Η αγορά εκτιμά ότι εντός και εκτός Ελλάδας οι πολιτικές ηγεσίες έχουν την απαίτηση να προσαρμόζεται η οικονομία στους δικούς τους χρόνους, με κόστος τόσο στην ίδια, όσο και στον περίφημο «απλό καταναλωτή» τον οποίο και συχνά μνημονεύουν.

Απλά τούτη τη φορά, αν δεν δοθεί πολύ σύντομα ένα τέλος, τα θύματα θα είναι περισσότερα από κάθε προηγούμενη, εκτιμά στέλεχος του επιχειρηματικού κόσμου θυμίζοντας πόσες προσδοκίες έχουν διαψευστεί τον τελευταίο χρόνο. Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος για παράδειγμα, είχε εκτιμήσει τον περασμένο Οκτώβριο ότι το 2017 θα είναι καλύτερο, εφόσον η κυβέρνηση εφαρμόσει γρήγορα όσα έχει δεσμευτεί και κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση έως τις 5 Δεκεμβρίου 2016.

Η προσδοκία όμως διαψεύστηκε. Οπως επίσης διαψεύστηκε και η προσδοκία μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων της οικονομίας που στήριξαν την κυβέρνηση μετά το 3ο Μνημόνιο, ότι μέχρι το τέλος του 2016 θα έχουμε συμφωνία για το χρέος, έπειτα θα μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση, και μετά το επενδυτικό κλίμα θα γυρίσει.

ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ. Και καλά οι αποκρατικοποιήσεις και οι μεγάλες επενδύσεις. Οσο και να καθυστερήσουν, τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι ξένοι επενδυτές, όπως η ιταλική Ferrovie που πήρε την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η γερμανική Fraport που απέκτησε τα αεροδρόμια, ακριβώς λόγω του μεγέθους τους, θα κάνουν υπομονή και τελικά θα κλείσουν τη συμφωνία. Το ερώτημα είναι τι θα απογίνουν οι χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που παρ’ όλα αυτά ακόμη αντέχουν. Στο καλό σενάριο, έστω και στο παρά πέντε της καρδιακής ανακοπής, θα εμφανιστεί επιτέλους ο λευκός ιππότης. Στο κακό σενάριο, οι «μικροί» θα αποτελέσουν ένα δεύτερο κύμα, που θα προστεθεί στο πρώτο κύμα των «μικρών» που έχουν ήδη πεθάνει.

Οσο για τις ξένες επενδύσεις, στο καλό σενάριο θα έλθουν έστω και με καθυστέρηση κάποιων μηνών, αφού όπως συνέβη το 2016, έτσι φαίνεται ότι θα χαθεί και μέρος του 2017. Στο κακό σενάριο, οι ξένοι επενδυτές θα αναστείλουν μέχρι νεωτέρας τις όποιες αποφάσεις τους, για τον απλούστατο λόγο ότι όσο θα συνεχίζεται η ύφεση, τόσο και θα πέφτουν οι αξίες των ελληνικών ακινήτων και των κρατικών εταιρειών. Αρα, θα κρίνουν ότι είναι προτιμότερο να περιμένουν ώστε να αγοράσουν ακόμη φθηνότερα. «Είναι προφανές ότι η όποια καθυστέρηση στην αξιολόγηση θα έχει συνέπειες και στη συλλογή των εσόδων του ΤΑΙΠΕΔ», όπως είχε δηλώσει με νόημα στα «ΝΕΑ» η εντεταλμένη σύμβουλος του Ταμείου Λίλα Τσιτσογιαννοπούλου.