Μια βιομηχανία διαψεύσεων έχει στήσει το υπουργείο Υγείας, με τους επικεφαλής της οδού Αριστοτέλους να παίζουν ρόλο ενορχηστρωτή, δίνοντας παράλληλα τον τόνο (και) στους διοικητές των νοσοκομείων του ΕΣΥ.
Η πρόσφατη περίπτωση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας είναι ενδεικτική: Πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελευθερία» της Θεσσαλίας έκανε λόγο για αναστολή της λειτουργίας του μικροβιολογικού εργαστηρίου του νοσοκομείου.
Μεσολάβησε ένα 24ωρο για την (αναμενόμενη) διάψευση: Η διοίκηση ενημέρωσε σε σχετικό δελτίο ότι το πρόβλημα παρουσιάστηκε μόνο σε εξειδικευμένες εξετάσεις εξαιτίας ελλείψεων αντιδραστηρίων. Σύντομα, όμως, οι ελλείψεις θα εξαλειφθούν –σύμφωνα πάντα με το ίδιο δελτίο Τύπου –με σχετική προμήθεια μέσω εξωσυμβατικής διαδικασίας.
Με την εξήγηση αυτή το θέμα έκλεισε άρον άρον –ή μήπως όχι; «ΤΑ ΝΕΑ» επικοινώνησαν με γιατρούς του νοσοκομείου και η απάντηση που έλαβαν διαψεύδει το ενημερωτικό σημείωμα διάψευσης του διοικητή.
Οι επιστήμονες που υπηρετούν στο μικροβιολογικό εργαστήριο δηλώνουν έκπληκτοι με την επιχείρηση συγκάλυψης του θέματος, επισημαίνοντας ότι είχαν ενημερώσει εγκαίρως τη διοίκηση, χωρίς ωστόσο να ληφθούν υπόψη οι προειδοποιήσεις τους ώστε το θέμα να λυθεί εγκαίρως.
Πιο συγκεκριμένα, το εργαστήριο αδυνατεί να διεξάγει όχι μόνο τις εξειδικευμένες εξετάσεις –όπως είναι, για παράδειγμα, η καλλιέργεια φαρυγγικού επιχρίσματος (γρίπη) –αλλά και απλές καλλιέργειες όπως αιματολογικές και ουρολογικές.
Τα τρία τέταρτα των εξετάσεων που διενεργούνται σε ένα μικροβιολογικό εργαστήριο είναι οι καλλιέργειες, όμως το συγκεκριμένο (το οποίο αποτελεί κέντρο αναφοράς στη Θεσσαλία και σε ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα εξαιτίας των υποδομών του και της τεχνογνωσίας που δαθέτει) δεν δύναται πλέον να καλύψει ούτε εκείνες που γίνονται σε ένα Κέντρο Υγείας της χώρας.
Σημειωτέον, δε, ότι τους τελευταίους τρεις μήνες δεν διενεργείται –επίσης εξαιτίας ελλείψεων αντιδραστηρίων –ο ορολογικός έλεγχος για ηπατίτιδες.
Η υπολειτουργία του μικροβιολογικού εργαστηρίου, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, μπορεί εν μέρει να αιτιολογηθεί από τον μειωμένο προϋπολογισμό του (από 45 σε 42 και μετά 40 εκατομμύρια ευρώ), παρόλο που καταγράφεται αύξηση των εισαγωγών κατά 10%.
Αξιον απορίας είναι ωστόσο και το γεγονός ότι εκκρεμεί σχετική παραγγελία αντιδραστηρίων από τον Οκτώβριο, που ωστόσο παραμένει ανεκτέλεστη.
Εν τω μεταξύ, μία ημέρα μετά την καθησυχαστική ανακοίνωση της διοίκησης του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, ο Κωνσταντίνος Μπαργιώτας, βουλευτής του Ποταμιού, αποκάλυψε ακόμη μια πληγή που αιμορραγεί στο ίδιο νοσοκομείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία του.
Οπως σημειώνει σε επίκαιρη ερώτηση προς τον υπουργό Υγείας που κατατέθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου, «εδώ και περίπου έναν μήνα δεν επιτρέπονται οι αιμοληψίες στο Πανεπιστημιακό. Συνεπώς, οι διασταυρώσεις γίνονται στον σταθμό αιμοδοσίας του παλιού νοσοκομείου και τα αίματα μεταφέρονται από το ένα στο άλλο με το ασθενοφόρο. Η “απόφαση” αυτή γεννά τουλάχιστον απορία, καθώς το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λάρισας έχει τεράστιες ανάγκες. Την ίδια στιγμή, προσωπικό μετακινείται με αποφάσεις της ΥΠΕ σε μικρότερα ιδρύματα και Κέντρα Υγείας πάρα τις φοβερές ελλείψεις» αναφέρει ενδεικτικά ο Κωνσταντίνος Μπαργιώτας.
Η τακτική «ναι μεν, αλλά». Ανευ προηγουμένου ήταν και η διάψευση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ρίου μετά το δημόσιο «κατηγορώ» του επίτιμου προέδρου Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων και Περιφερειακού Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης Δυτικής Ελλάδος Γεωργίου Φαλτσέτου για τις συνθήκες νοσηλείας του.
Ο δικαστικός μέσα σε 882 λέξεις της επιστολής του προς την ηγεσία του υπουργείου Υγείας συμπυκνώνει όλες τις παθογένειες του πολύπαθου ΕΣΥ: πολύωρη αναμονή στα Επείγοντα, ράντζα, νοσηλεία σε άσχετη κλινική, φτωχό μενού σε θερμίδες και θρεπτικά συστατικά, ξενοδοχειακός εξοπλισμός ένδειας (π.χ. «ξεκοιλιασμένα» στρώματα), ελλείψεις σε προσωπικό.
Ο Γεώργιος Φαλτσέτος κλείνει την ίδια επιστολή με μια συμβουλή προς τους ιθύνοντες της οδού Αριστοτέλους: «Αντί ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας να θυμώνει με όποια κριτική ασκείται, φρονώ ότι πρέπει να δώσετε μάχη για την επίλυση των προβλημάτων των νοσοκομείων, γιατί ο θυμός των νοσηλευομένων, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες, είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν του αναπληρωτή υπουργού Υγείας».
Η απάντηση του διοικητή Θεόδωρου Πισιμίση, ένα 24ωρο μετά τη δημοσιοποίηση του θέματος, αποτελεί «σύμπτωμα» της επικοινωνιακής πολιτικής που έχει υιοθετήσει το υπουργείο Υγείας.
Σε αυτή την απάντηση ο διοικητής διερωτάται γιατί ο Γεώργιος Φαλτσέτος δεν απευθύνθηκε ποτέ στο νοσοκομείο για έκφραση παραπόνων, προσθέτοντας πως «είμαστε σίγουροι ότι μια συζήτηση με τον κ. Φαλτσέτο θα είχε λύσει πολλά από τα παράπονα που είχε, όπως μονόκλινο δωμάτιο, διατροφή, φιλοξενία σε άλλη κλινική».
Κατά τα άλλα, η τρισέλιδη ανακοίνωση του Θεόδωρου Πισιμίση χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις που παραπέμπουν στην τακτική «ναι μεν, αλλά».
Ετσι, κατά τον ίδιο, ο δικαστικός νοσηλεύτηκε σε ράντζο για ένα 24ωρο, αλλά «οι πληρότητες των παθολογικών κλινικών ξεπερνούσαν το 100%. Επιπλέον παραδέχεται ότι νοσηλεύτηκε στην ουρολογική κλινική και όχι στην πνευμονολογική όπως θα έπρεπε, καθώς η διάγνωσή του ήταν «μη καθορισμένη οξεία λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού», αλλά πρόκειται για «κατεξοχήν καθαρή κλινική, με χαμηλά επίπεδα λοιμώξεων».
Η κόντρα με την ΠΟΕΔΗΝ. Για την ιστορία, πάντως, η στρατηγική του υπουργείου Υγείας να απαντά σε κάθε καταγγελία έγινε με αφορμή το μπαράζ αποκαλύψεων της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) που κορυφώθηκε το περασμένο καλοκαίρι, χωρίς σημεία αποκλιμάκωσης από τότε.
Για παράδειγμα, τον περασμένο Νοέμβριο η Ομοσπονδία κατήγγειλε τη λειτουργία των τμημάτων επείγοντων περιστατικών σε 59 δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα ανά τη χώρα.
Την επομένη οι λογαριασμοί ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαπιστευμένων συντακτών κατακλύστηκαν από ανακοινώσεις νοσοκομείων που αναφέρονταν στο έργο που προσφέρουν τα εν λόγω τμήματα.
Τότε, χαρακτηριστική του ύφους που θα υιοθετούσαν οι ανακοινώσεις του υπουργείου Υγείας και των διοικήσεων του ΕΣΥ ήταν η επισήμανση του διοικητή του νοσοκομείου Καλαμάτας, ο οποίος σημείωσε ότι «το σωματείο των εργαζομένων έχει διαφορετική εκτίμηση από εκείνη της ΠΟΕΔΗΝ!».