Ο Αχμάντ, φοιτητής Αγγλικής Φιλολογίας, άφησε πίσω στο σχεδόν ισοπεδωμένο από τους βομβαρδισμούς Χαλέπι γυναίκα και ανήλικη κόρη. «Οι διακινητές είναι οργανωμένοι. Εχουν κλειστές ομάδες στο facebook, διαφημίζονται, κάνουν προσφορές, εκπτώσεις». Βαδίζει προς την Ομόνοια για να συναντήσει έναν από αυτούς. Ζητά από τον καμέραμαν που τον ακολουθεί να απομακρυνθεί. «Στον χαρτοφύλακά του είχε δεκάδες διαβατήρια (πλαστά). Το ταξίδι ώς το Ηνωμένο Βασίλειο θα μου κόστιζε επτά με οκτώ χιλιάδες δολάρια. Δεν είχα τόσα. Με τα μισά, μου είπε, θα με περνούσε στη Γαλλία μέσω Μασσαλίας» αφηγείται μετά τη συνάντηση ο Αχμάντ, ο οποίος τελικά τα κατάφερε. Εφθασε στο Γουέκφιλντ του Δυτικού Γιόρκσαϊρ δύο μήνες αφότου εγκατέλειψε το Χαλέπι κι από εκεί στο Επσον του Σάρεϊ.
«2.000 ευρώ το άτομο, τα παιδιά μισή τιμή»
Μαρτυρία 1: «Μια στιγμή στη Συρία μπορεί να σου αλλάξει ολόκληρη τη ζωή. Με έναν ακόμη περάσαμε τρεις ημέρες ακίνητοι μέσα στην ασφυκτικά γεμάτη κλειστή καρότσα ενός φορτηγού. Ημασταν εγκλωβισμένοι. Τελικά το φορτηγό άρχισε να κινείται. Σταμάτησε ξανά. Και έπειτα καταλάβαμε ότι είχε μπει σε φέριμποτ».
Μαρτυρία 2: «Είχαμε μια καλή ζωή στη Συρία. Ωσπου ξέσπασε ο εμφύλιος».
Μαρτυρία 3: «Κανένας δεν θέλει να αφήσει την πατρίδα του και να ρισκάρει να πεθάνει στη θάλασσα».
Μαρτυρία 4: «Ενας πύραυλος κατέστρεψε το σπίτι μας. Τα χάσαμε όλα σε μια στιγμή. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Στην Τουρκία με τον πατέρα μου πουλούσαμε επί τέσσερις μήνες τσιγάρα στη μαύρη αγορά για να συγκεντρώσουμε το ποσό που ζητούσαν οι τούρκοι διακινητές ώστε να περάσουν την οικογένειά μου απέναντι σε κάποιο από τα ελληνικά νησιά».
Ο Αχμάντ, ο Ταρέκ, ο Χασάν Ακαντ και η μικρή Ισρα, πρόσφυγες από τη Συρία, μιλούν στην κάμερα για το προσωπικό τους δράμα. Με μία διαφορά. Η κάμερα δεν είναι κάποιου τηλεοπτικού συνεργείου. Περιγράφουν το δράμα τους στην κάμερα του κινητού τους. Μαζί με εκείνους, το ίδιο έκαναν και κάνουν δεκάδες άλλοι πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες. Εξοπλισμένοι με κινητά, μοιράζονται το επικίνδυνο ταξίδι τους προς την Ευρώπη. Καμία δημοσιογραφική ομάδα δεν θα μπορούσε να έχει καταγράψει με τέτοια αμεσότητα τη διαδρομή. Από πλοία που είναι έτοιμα να βουλιάξουν στη Μεσόγειο, στις διαπραγματεύσεις με τους διακινητές για το πολυπόθητο πέρασμα στην Ελλάδα και την Ευρώπη («2.000 ευρώ το άτομο, τα παιδιά μισή τιμή, τα παιδιά κάτω των δυόμισι δωρεάν»), στην επιβίβαση σε ασφυκτικά γεμάτα φορτηγά για τη Σήραγγα της Μάγχης και την Αγγλία, στις κούρσες δίχως αύριο μέσα στη Σαχάρα, το ντοκιμαντέρ «Exodus» του BBC (σε παραγωγή της βρετανικής Keo Films) αποτελεί μια συγκλονιστική και συγκινητική απόδοση της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης.
Σε ελληνικό έδαφος
Χιλιάδες μικρά βίντεο είναι η πρώτη ύλη της μίνι σειράς ντοκιμαντέρ. Είναι ένα ντοκιμαντέρ σχεδόν χωρίς διαμεσολάβηση. Τηλεοπτικά συνεργεία δύο ατόμων το καθένα εμπλέκονται στην παραγωγή υλικού μόνον επί ευρωπαϊκού εδάφους, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. «Στην Τουρκία, ιδίως μετά το πραξικόπημα, αλλά και στη Μέση Ανατολή είσαι εκτεθειμένος και κινδυνεύεις να σε συλλάβουν τούρκοι αστυνομικοί αν αντιληφθούν πως βιντεοσκοπείς ως μέλος τηλεοπτικού συνεργείου» περιγράφει ο δημοσιογράφος Αντώνης Ρεπανάς (τιμήθηκε πρόσφατα με το Βραβείο Μπότση για το προσφυγικό ρεπορτάζ στην Ελλάδα και κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα και την Ειδομένη) που συμμετέχει στην παραγωγή του «Exodus».
Η λύση στο πρόβλημα βιντεοσκόπησης είναι οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Οι δημιουργοί της μίνι σειράς ντοκιμαντέρ εκμεταλλεύονται κάθε λεπτό αναμονής για να δομήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης, να αντιληφθούν οι πρόσφυγες ότι δεν θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης και κατόπιν τους εφοδιάζουν με κάρτες μνήμης ή με κινητά τελευταίας τεχνολογίας για να κινηματογραφήσουν την οδύσσειά τους. Είναι δε σε διαρκή επικοινωνία με την ομάδα παραγωγής του φιλμ, είτε για να ανταλλάξουν τις γεμάτες κάρτες μνήμης με νέες άδειες είτε για να καταγράψουν τα ευέλικτα τηλεοπτικά συνεργεία (των δύο ατόμων το καθένα) οτιδήποτε απρόοπτο τους συμβεί. «Οι περισσότεροι που συναντήσαμε είχαν ήδη εγκαταλείψει τα σπίτια τους και ήταν καθ’ οδόν. Αν, για παράδειγμα, συναντούσα κάποιους στη Σμύρνη που ετοιμάζονταν να περάσουν σε ελληνικό νησί τη νύχτα, είχα μόλις 12 ώρες για να τους πείσω. Συνήθως στα ντοκιμαντέρ έχουμε εβδομάδες επαφών για να εξασφαλίσουμε συναίνεση μαρτύρων. Εδώ έχουμε στη διάθεσή μας ελάχιστες ώρες» περιγράφει ο σκηνοθέτης του «Exodus» Τζέιμς Μπλούμελ.
Ο Μπλούμελ και η παραγωγός Ιτάμπ Αζαμ αντιμετώπισαν δυσκολίες στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ. Καθώς οι μετανάστες περνούσαν τα σύνορα, η επικοινωνία μαζί τους χανόταν. Οι ίδιοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον θυμό των διακινητών, που αντιδρούσαν στην κάμερα «λες και έβλεπαν Καλάσνικοφ». Για τον Χασάν Ακαντ, πρώην καθηγητή Αγγλικών στη Βαγδάτη, το ρίσκο άξιζε. Κατέγραψε τις 87 ημέρες του ταξιδιού του από την Τουρκία μέχρι το Ηνωμένο Βασίλειο. «Οταν παρακολουθείς τις ειδήσεις και βλέπεις το ταξίδι εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν ταυτίζεσαι με κανέναν τους. Ηθελα να προσωποποιήσω την ιστορία. Θέλω να καταλάβουν οι άνθρωποι τι μας ανάγκασε να φύγουμε και τι μας συνέβη στη διαδρομή» λέει ο Ακαντ.
Συρία, Γκάμπια, Αφγανιστάν
Μέσα από προσωπικές μαρτυρίες περίπου 60 ανθρώπων, ο Μπλούμελ και η ομάδα του έχουν συνθέσει το ψυχογράφημα του καραβανιού της προσφυγιάς και της οικονομικής μετανάστευσης. Κάθε επεισόδιο «παρακολουθεί» πορείες, βήμα βήμα, έξι διαφορετικών ανθρώπων, δίνοντας έτσι τη μεγάλη εικόνα. Το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε από το BBC2 και αυτή την περίοδο συγκεντρώνεται υλικό για το δεύτερο που θα προβληθεί το φθινόπωρο του 2017. «Εργαζόμαστε σαν να δουλεύουμε μια μεγάλου μήκους ταινία. Αφού συγκεντρώσουμε το υλικό, το επιμερίζουμε σε ωριαία επεισόδια» εξηγεί στα «Πρόσωπα» ο Μπλούμελ.
Το πρώτο επεισόδιο εστιάζει στην αναγκαστική πορεία από τη Συρία, την Γκάμπια, το Αφγανιστάν. Στο δεύτερο επεισόδιο «παρακολουθούμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες επί ευρωπαϊκού εδάφους και πλέον με κλειστά σύνορα σε αρκετές χώρες. Οι άνθρωποι έχουν κολλήσει. Βρίσκονται εγκλωβισμένοι και δεν μπορούν να κατευθυνθούν στους τελικούς προορισμούς τους. Η ελπίδα τους μπαίνει σε αναμονή. Στα πρόσωπά τους βλέπεις μόνο θλίψη. Ο,τι απομένει είναι απρόβλεπτο» λέει ο Μπλούμελ που παράλληλα θέλει να αποτυπώσει τη στάση του πολιτισμένου κόσμου απέναντι στους ξεριζωμένους, «πώς διαχειρίζεται η Ευρώπη την προσφυγική κρίση». «Είναι ένα έργο σε εξέλιξη» εξηγεί ο Αντώνης Ρεπανάς. «Τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ διαρκούν μήνες και καθορίζονται από την πορεία των προσφύγων. Αυτή την περίοδο που οι προσφυγικές ροές έχουν μειωθεί, τα πράγματα στη διαδικασία παραγωγής έχουν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Από την άλλη, πρόσφυγες και μετανάστες μένουν περισσότερο καιρό στα σημεία συγκέντρωσης. Εχουμε περισσότερο χρόνο μαζί τους».
Το δεύτερο επεισόδιο διαμορφώνουν μεταξύ άλλων δύο οικογένειες Αφγανών. Από τα βάθη της Ασίας έφθασαν στα τουρκικά παράλια, πέρασαν στην Ελλάδα και κατευθύνθηκαν στο Βελιγράδι. Ο Αλούτζι, 21 ετών, από την πόλη Σερεκούντα της Γκάμπιας, στα δυτικά της Αφρικής, αφήνει πίσω μητέρα και εννέα μικρότερα αδέλφια για να διασχίσει την έρημο της Βόρειας Αφρικής, με σκοπό να φθάσει στη Λιβύη και να περάσει στην Ευρώπη με προορισμό την Αγγλία. «Το ταξίδι μπορεί να διαρκέσει από έξι μήνες έως δύο χρόνια. Θα μου λείψουν το σπίτι μου, η κοινωνικότητα των ανθρώπων. Αλλά η Ευρώπη είναι σαν παράδεισος» λέει λίγο πριν ξεκινήσει. Το ταξίδι του ψυχοφθόρο. Με το κινητό του, σαν άλλο ημερολόγιο, αποτυπώνει τη διαδρομή του (Μπουρκίνα Φάσο, Νιγηρία, Λιβύη) και περιγράφει τη διαφθορά των Αρχών στις χώρες που διασχίζει. «Αν δεν λαδώσεις, οι ένστολοι θα σε δείρουν πολύ άσχημα». «Δεν υπάρχει καμία διαφορά με την Αφρική» λέει στην κάμερα του κινητού του, ενώ παραμένει στον καταυλισμό «Ζούγκλα» του Καλαί για να περάσει λαθραία στη Βρετανία. «Αν είχαν όλοι αρκετά χρήματα στο Αφγανιστάν, θα είχαν φύγει από εκεί. Δεν θα είχε μείνει κανένας πίσω» λέει ο 24 ετών Σαντίκ από την Καμπούλ που έχει στόχο να φθάσει στη Φινλανδία. Τα κατάφερε. Εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι όμως…