Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσα γίνονται γνωστά, στον χώρο του θεάτρου ιδιαίτερα, την ώρα ακριβώς που πραγματοποιούνται, είναι συνήθως πολύ λιγότερο ενδιαφέροντα σε σχέση με όσα πληροφορούμαστε ότι συνέβησαν ενώ έχουν περάσει τριάντα, σαράντα και πενήντα χρόνια. Προς Θεού, παρασκηνιακά εννοούμε και όχι αναφορικά με τη θεατρική πράξη αυτή καθαυτήν. Και το κείμενο του εξαίρετου ηθοποιού Δημήτρη Τσούτση ανοίγει τη στρόφιγγα των αναμνήσεων και με τον ίδιο να σέρνει τον χορό ακολουθούν, κορυφαίοι όλοι τους, μυθικά πρόσωπα είτε ζουν είτε έχουν φύγει: Δημήτρης Χορν, Ξενοφών Ζολώτας, Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Κική Δημουλά, Σταύρος Ξαρχάκος

Ο πατέρας μου, πριν από το 1941, είχε πρατήριο άρτου εκεί που είναι σήμερα το «Da Capo» στην Πλατεία Κολωνακίου. Πελάτισσά του ήταν η γυναίκα του Μαντζαβίνου που ήταν διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Οταν λοιπόν έγινε η εισβολή και κλείσανε τα πάντα στην Αθήνα, ο πατέρας μου έμεινε χωρίς δουλειά. Μια μέρα συνάντησε στον δρόμο την κυρία Μαντζαβίνου και της είπε: «Κυρία Μαντζαβίνου, δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Εχω πέντε παιδιά και τρέχω από το πρωί ώς το βράδυ». Η κυρία Μαντζαβίνου τότε παρακάλεσε τον άνδρα της και προσέλαβε τον πατέρα μου στην τράπεζα. Ημουνα παιδί λοιπόν ενός υπαλλήλου της Τραπέζης της Ελλάδος.

Ετσι, όταν τέλειωσε η Κατοχή, το 1944, αποφάσισαν να κάνουν τις κατασκηνώσεις για να δυναμώσουν τα αδενοπαθητικά παιδιά, να φάνε λίγο βούτυρο, λίγη μαρμελάδα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ζήτησε και πήρε από τον Στρατό σκηνές και τις εξόπλισε μ’ αυτά τα χαμηλά φορεία που χρησιμοποιούν οι τραυματιοφορείς και που επίσης της τα έδωσε ο Στρατός. Το 1944, λοιπόν, σε ηλικία 12 χρονών, με πήγανε στην κατασκήνωση ως κατασκηνωτή.

Φαίνεται όμως ότι τους άρεσε η συμπεριφορά μου και ύστερα από δύο – τρία το πολύ χρόνια με έκαναν ομαδάρχη. Το 1949, αν θυμάμαι καλά –που θυμάμαι -, ήμουν επικεφαλής μιας ομάδας που είχε οκτώ παιδιά. Τη χρονιά εκείνη το σύνολο των παιδιών στην κατασκήνωση ήταν γύρω στα 250. Να σημειώσω ότι η πρώτη κατασκήνωση είχε γίνει στην Πεντέλη, η δεύτερη πάνω στην Πάρνηθα και η τρίτη στους πρόποδες της Πάρνηθας, στο Μετόχι, λίγο πιο δεξιά από εκεί που είναι σήμερα το τελεφερίκ.

Η Τράπεζα της Ελλάδος αγόρασε τελικά τη γη και την έκανε μόνιμη κατασκήνωση των παιδιών των υπαλλήλων της. Το 1949 λοιπόν, αν και έφηβος ακόμη, είχα γίνει ομαδάρχης, αφού πρώτα εφοδιάσθηκα με το «καλώς έχειν» που σημαίνει ότι στις ιατρικές εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι η αδενοπάθεια είχε εξαλειφθεί, ότι είχα παχύνει και βεβαίως ότι και η διαγωγή μου ήταν καλή.

Στην ομάδα μου, λοιπόν, του ’49 υπήρχαν οκτώ παιδιά που με τον υποομαδάρχη και μένα γινόμασταν δέκα. Ανάμεσα στα παιδιά ήταν κι ένα παιδί που το έλεγαν Σταύρο Ξαρχάκο. Πολύ καλό παιδί, πειθαρχημένο, όμορφο, με μια σοβαρότητα που όταν τραγουδούσε ήταν λίγο βαρυτονέ, κατά τα άλλα ήτανε όπως όλα τα παιδιά. Η μητέρα του μου είπε όταν ανεβήκανε τα παιδιά για την κατασκήνωση: «Σας παρακαλώ, κύριε Τσούτση, προσέξτε τον Βάκη μου (Βάκη φωνάζανε πάντα –και τον φωνάζουν ακόμη –οι δικοί του και οι φίλοι του τον Σταύρο) γιατί είναι υπνοβάτης, κάποια φορά πρόλαβα και τον έπιασα ενώ είχε σκαρφαλώσει πάνω στα κάγκελα. Σας παρακαλώ, προσέχετε μη μου σκοτωθεί».

Εδενα λοιπόν κι εγώ μ’ έναν σπάγκο το χέρι μου με το πόδι του Σταύρου και αν τυχόν σηκωνότανε –που σηκωνότανε -, όχι πολύ συχνά βέβαια, σηκωνόμουνα κι εγώ μαζί του, πετούσα τον σπάγκο και τον ακολουθούσα γιατί δεν έπρεπε να τον ξυπνήσω, ήταν επικίνδυνο, μπορούσε να πάθει κάτι. Ο Σταύρος πήγαινε στο γήπεδο, άρχιζε το τρεχαλητό, κλωτσούσε μια μπάλα, μετά επέστρεφε, ξάπλωνε, ξυπνούσε το πρωί, δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί μέσα στη νύχτα. Ετσι περάσανε τα τρία χρόνια που τον είχα στην ομάδα μου. Υπαρχηγός ήταν ο Μπριόλας –τον θυμάται ο Σταύρος -, υπάλληλος της Τραπέζης ο ίδιος που έπαιζε ακορντεόν. Είχε σχηματίσει μια μικρή χορωδία –μετείχε βέβαια και ο Σταύρος –και τραγουδούσανε όλοι μαζί τα κατασκηνωτικά τραγούδια. Ο Σταύρος που ήτανε ο πιο μικρός απ’ όλους, δέκα μόλις χρονών, δεν είχε δείξει τίποτε ακόμη σε σχέση με αυτό που θα γινόταν –ένας από τους μεγαλύτερους, τους σπουδαιότερους μουσικούς μας.

Προσωπικά συνέχισα στην κατασκήνωση, από ομαδάρχης έγινα κοινοτάρχης και από κοινοτάρχης υπαρχηγός της κατασκήνωσης. Καθιερώθηκε τα χρόνια εκείνα να γίνεται και μια γιορτή, που δεν περιελάμβανε μόνο το άναμμα τη φωτιάς αλλά και μια παράσταση. Θα πρέπει να ήμασταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 όταν έγινε μια παράσταση με την «Ηλέκτρα», με μένα στον ρόλο του Ορέστη, αν και το θέατρο δεν υπήρχε ακόμη ούτε ως υποψία στο μυαλό μου. Εστω κι αν ανάμεσα στους θεατές της παράστασης ήταν η Κική Δημουλά –υπάλληλος της Τραπέζης τότε –που έγραψε στο περιοδικό που εξέδιδε η Τράπεζα της Ελλάδος, τον «Κύκλο», ότι «τον κύριο Τσούτση θα πρέπει να τον κατατρέχουν Ερινύες που δεν έχει γίνει ηθοποιός». Τη γιορτή και την παράσταση την είχανε παρακολουθήσει επίσης ο Ξενοφών Ζολώτας, που ήταν διοικητής της Τραπέζης, και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου που ήταν ο υποδιοικητής της (στην ομάδα μου στην κατασκήνωση είχα και τους γιους του Πεσμαζόγλου, τον Στέφανο και τον Βασίλη). Οταν στο τέλος της παράστασης ήρθανε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να με συγχαρούνε, με ρωτάει ο Πεσμαζόγλου, που συνοδευότανε από την αλησμόνητη σύζυγό του, τη Μιράντα, «σε ποιο τμήμα της Τραπέζης εργάζεσθε;». Του απάντησα «δεν είμαι υπάλληλος της Τραπέζης της Ελλάδος, είμαι παιδί υπαλλήλου της Τραπέζης». Με κοιτάει καλά καλά και γυρίζει και λέει στον Ζολώτα (ντρέπομαι που το γράφω): «Κύριε διοικητά, εδώ έχουμε ένα διαμάντι και δεν είναι υπάλληλος στην Τράπεζα. Παρακαλώ κάτι να γίνει». Σε μία εβδομάδα με προσέλαβαν στην Τράπεζα.

Στο μεταξύ, με την επιμονή της Ελενας Τσαλδάρη που είχε σκηνοθετήσει τον «Ορέστη», ήρθα σ’ επαφή με τον δάσκαλό της, τον λαμπρό ηθοποιό Στέλιο Βόκοβιτς, και με την προτροπή του άρχισα να φοιτώ στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη (δεν μπορούσε να γίνω δεκτός στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου γιατί ήμουν μεγαλύτερος από 25 χρόνων). Οταν τελείωσα –στο σπίτι μου δεν γνώριζε κανείς τίποτε ότι σπούδαζα ηθοποιός, νομίζανε ότι συνεχίζω να πηγαίνω στο νυχτερινό σχολείο –πήγα στον Πεσμαζόγλου και του είπα: «Κύριε διοικητά (αν και υποδιοικητής, τον προσφωνούσαμε «κύριε διοικητά») ζω έναν διχασμό. Αν και εργάζομαι στην Τράπεζα, νιώθω να με τραβάει το θέατρο». Μου είπε: «Θα κάνεις αυτό που ζητάει η ψυχή σου. Εδώ θα γεράσεις μπροστά σ’ ένα γραφείο κάνοντας ότι γράφεις γιατί δεν θα υπάρχει πάντα ανάγκη να γράφεις».

Είχε δίκιο. Υπέβαλα την παραίτησή μου κι από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι στο Εθνικό, όπου προσελήφθην, ήταν σε πρόβα στο «Λορεντσάτσιο» με τον Δημήτρη Χορν ν’ ακούγεται ο Χορν, όταν είπα τη μοναδική ατάκα που είχα στο έργο «Τι θλίψη για τις οικογένειές τους», να λέει «Ποιος το είπε αυτό;», τίποτε άλλο. Νόμιζα ότι δεν του άρεσε. Αλλά όταν τον επόμενο χρόνο έφυγε από το Εθνικό κι έκανε δικό του θίασο, με πήρε μαζί του. Μου έλεγε συχνά: «Βρε Δημηστράγκη (είχε κολλήσει το «ελάττωμα» να αλλάζει τα ονόματα από τον Γιώργο Γληνό, που τον Χορν τον αποκαλούσε «Πορν», για την ακρίβεια «Ο θείος Πορν», τη Διαβάτη την έλεγε «Περπατητή»), τι να σε κάνω βρε Δημηστράγκη, δεν είσαι φιλόδοξος». Μ’ έκανε όμως φίλο του, τα βράδια μ’ έπαιρνε πάντοτε μαζί του να φάμε, να κουβεντιάσουμε, να πει τα εσώψυχά του και όλα τα νούμερα που είχε στο μυαλό του και τα έλεγε απέξω κι ανακατωτά. Πού να είχα μυαλό τότε να τα έγραφα.