Δανεισμένος από το έργο του Ε.Μ. Φόρστερ «Μωρίς», ο τίτλος του παρόντος άρθρου αναφέρεται στον παρορμητικό έρωτα δυο ανδρών, δυο δημοσιογράφων που καλύπτουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972. Μια διοργάνωση που επισκιάστηκε από την τρομοκρατική αιματηρή επίθεση της παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο έντεκα ισραηλινών αθλητών.
Στον πρόλογο της τρίτης νουβέλας του Αλσατού Ζαν Ματέρν συναντάμε τον Σεμπάστιαν. Εναν θρύλο του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, συνταξιούχο πλέον αθλητικογράφο του BBC. Που είναι παντρεμένος με μια πιανίστρια και έχει μια κόρη. Καταπώς λέγεται, ήταν ο άνθρωπος που στους Ολυμπιακούς του Μονάχου πήρε «δυο χρυσά μετάλλια»: αποκλειστική συνέντευξη από το θηρίο της κολύμβησης Μαρκ Σπιτς, ενώ δημιούργησε και ένα σπάνιο ντοκιμαντέρ με τους ανθρώπους – κλειδιά του μακελειού που ακολούθησε. Ο συγγραφικός χρόνος εκκινεί λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012. Ο Σεμπάστιαν αδιαφορεί για την περιρρέουσα ευφορία, αποφασίζοντας να σκαλίσει τη δική του κρυμμένη ιστορία. Σαν αναψηλάφηση μιας συναισθηματικής αναστάτωσης.
Στους Αγώνες
Μεταφερόμαστε πίσω στα τέλη Αυγούστου του 1972. Η πρωτεύουσα της Βαυαρίας πλέει στη λιακάδα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τριάντα έξι χρόνια μετά την προπαγανδιστική παράσταση της ναζιστικής μηχανής, στη βαρυχειμωνιά του 1936, η ατμόσφαιρα έχει σαφώς αλλάξει. Η Δυτική Γερμανία θέλει να φαίνεται πως μπορεί να ζήσει ξανά, προσφέροντας χαλαρότητα, φιλοξενία και γιορτινή διάθεση. Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις μοιάζουν περισσότερο με προέκταση του Γούντστοκ παρά με αθλητικό κέντρο. Οι αποστολές των δυτικών χωρών αποθεώνονται, ενώ οι θεατές επιφυλάσσουν κρύα υποδοχή στις χώρες που προέρχονται από το ανατολικό μπλοκ. Τα πνεύματα οξύνονται όταν μπαίνει στο στάδιο η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Και μόνο η εμφάνιση των αθλητών με τη σημαία μπροστά κάνει πολλούς να αγανακτήσουν.
Παρ’ όλα αυτά, τίποτε δεν φαίνεται να σκιάζει τη ραθυμία του πανηγυριού. Ο Σεμπάστιαν κάνει ελεύθερο πολιτιστικό ρεπορτάζ για λογαριασμό του BBC. Δεν έχει ιδέα από κλασικό αθλητισμό, αλλά χειρίζεται καλά τη γερμανική γλώσσα. Κάπου εκεί εισβάλλει «η βαριά, σχεδόν ζοφερή του αύρα». Με τη φράση αυτή ο συγγραφέας εισάγει στην αφήγηση τον εβραϊκής καταγωγής, αινιγματικό Σαμ. Δουλεύει σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα της Νέας Υόρκης, την «Jewish Week», ενώ υπήρξε και ερασιτέχνης ζωγράφος. Το διεισδυτικό του βλέμμα, το μονίμως κρεμασμένο στα χείλη στραβό χαμόγελο, η μυστηριακή αποδέσμευση πρωτόγνωρης έντασης κάνουν τον Σεμπάστιαν να ξεχάσει τα πάντα. Τουλάχιστον όσον αφορά τις σταθερές της προηγούμενης, καλοβαλμένης ζωής του. Υπνωτισμένος από τις πρωτοβουλίες του Σαμ, ο Σεμπάστιαν θα δεχτεί δώρο από εκείνον τη συνέντευξη με τον υπεραθλητή Μαρκ Σπιτς. Ο Ματέρν παίζει εδώ με τις λεπτές αποχρώσεις της ανεξήγητης έλξης των σωμάτων που δεν διακρίνουν φύλο, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Ενα κυνηγητό ανάμεσα στον απόκοσμο μαγνητισμό της λογικής με τη φυγόκεντρο δύναμη του απωθημένου ενστίκτου.
Το νέο θέαμα
Το δεύτερο μέρος της νουβέλας ξεκινά με την εισβολή των μελών του Μαύρου Σεπτέμβρη στον κοιτώνα των ισραηλινών αθλητών. Η σχέση των δυο αντρών μεταφέρεται από το αυστηρά προσωπικό στο κοινωνικό πεδίο. Οι πρώτες εκτελέσεις είναι ένα γεγονός πέρα από κάθε φαντασία για όλους. Οι Αρχές πιάνονται στον ύπνο. Ο περίφημος ήλιος των αγώνων σκοτεινιάζει. Ο πατριωτισμός του Σαμ σε έξαρση. Αισθάνεται πως σκοτώνουν την οικογένειά του. Η αρχική κρυπτική νωθρότητα μετατρέπεται σε πυρηνική ενέργεια παραγωγής ρεπορτάζ. Τρυπώνει μαζί με τον Σεμπάστιαν σ’ ένα δωμάτιο πολύ κοντά στα ισραηλινά διαμερίσματα. Από κει βλέπουν τους πρωταγωνιστές του δράματος από κοντά. Ο κόσμος πυκνώνει γύρω για να παρακολουθήσει ένα «νέο θέαμα». Μόνο που εδώ δεν υπάρχουν ρεκόρ και επιδόσεις. Κυριαρχεί ο θάνατος.
Για τις γερμανικές Αρχές είναι αδιανόητο να υπάρχουν πτώματα Ισραηλινών στο έδαφός της για πολύ ευνόητους λόγους. Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Χανς – Ντίντριχ Γκένσερ προσφέρεται να πάρει τη θέση των ομήρων. Οι Αρχές της Βαυαρίας έχουν άλλη γνώμη. Τα παλιά πολιτικά μίση έρχονται στην επιφάνεια και θολώνουν την περίφημη γερμανική ψυχραιμία. Οι τρομοκράτες είναι καλά διαβασμένοι και πιέζουν πάνω στις κομματικές ενδορρήξεις. Ο Σεμπάστιαν προσπαθεί να ερευνήσει, μα δεν έχει τα μέσα και η καρδιά του χτυπά μόνο για τον εραστή του. Πολιτικά αποστασιοποιημένος και συναισθηματικά εμπλεκόμενος. Το φιάσκο στο στρατιωτικό αεροδρόμιο που στοίχισε τη ζωή όλων των ισραηλινών ομήρων έρχεται και καταστρέφει τη σχέση των δύο. Οι Αρχές τα κάνουν μαντάρα και η περίφημη γερμανική οργάνωση εξαερώνεται. Ή μάλλον καλύτερα οι Αρχές βρίσκονταν σε διαχειριστική άρνηση. Αποδείχτηκε πως μέλη των σωμάτων ασφαλείας αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να μη λάβουν μέρος στην επιχείρηση. Αποτέλεσμα, το απόλυτο χάος. Ο Σαμ ανακάλυψε με τις άκρες του αυτές τις παραλείψεις και τις δώρισε επίσης στον Σεμπάστιαν.

Ερωτήματα

Είμαστε έρμαια των πράξεών μας;

Ο θρύλος της δημοσιογραφίας δεν είναι παρά ο αποδέκτης της έρευνας ενός άλλου που έμεινε στη σκιά από επιλογή. Ενας δότης που έκτοτε εξαφανίστηκε, στρώνοντας τον δρόμο ουσιαστικά σ’ έναν άγνωστο. Είμαστε τελικά έρμαια των πράξεών μας; Πληρώνουμε για όλες τις μικρές προδοσίες και τα μυστικά; Δυο ερωτήματα – κλειδιά που βάζει ο Ματέρν από την αρχή. Στο τέλος ο Σεμπάστιαν μένει μόνος με το κενό. Με την ερωτική αφύπνιση που του ανοιγόκλεισε φευγαλέα τα μάτια και μ’ έναν περίπου κάλπικο «τίτλο». Το αποτέλεσμα είναι μηδενικού αθροίσματος. Η πληγή που αφήνει πίσω της η τρομοκρατία, γιατί κανένα σχέδιο δεν μπορεί να προλάβει τον αποφασισμένο καμικάζι, μένει ανοιχτή για όσους είδαν και ένιωσαν πάνω απ’ όλα την καυτή ανάσα του θανάτου. Αν μάλιστα ο συγγραφέας απέφευγε και τις μελό απολήξεις του απαρηγόρητου Σεμπάστιαν, τα πράγματα θα ήταν ακόμη καλύτερα.

Jean Mattern

Σεπτέμβρης

Μτφ. Γιώργος Καράμπελας

Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, σελ. 132

Τιμή: 17 ευρώ