Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους που ανέδειξε η μεταπολεμική Γερμανία μαζί με τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ και τον Ανσελμ Κίφερ. Επιβλητικός παρά τα 79 του χρόνια, ο συχνά προκλητικός Γκέοργκ Μπάζελιτς, ο οποίος το 2013 είχε δηλώσει ότι «οι γυναίκες ζωγράφοι δεν περνούν το τεστ της αγοράς τέχνης», προσέφερε το ταλέντο του στη διαμόρφωση της ταυτότητας της γερμανικής τέχνης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή την περίοδο το αθηναϊκό παράρτημα της γκαλερί Γκαγκόζιαν παρουσιάζει επιλεγμένα έργα σε χαρτί. Η επιλογή περιλαμβάνει έργα από διάφορες πρόσφατες θεματικές σειρές του καλλιτέχνη, ανάμεσά τους και σχέδια από το 2015 με αναφορά στον ιάπωνα καλλιτέχνη του 18ου αιώνα Χοκουσάι. Οι φιγούρες του Μπάζελιτς, ζωγραφισμένες με πένα, μελάνι και ακουαρέλα, ξεπροβάλλουν δυναμικά μέσα από τις αραιές στρώσεις χρώματος και τα οικεία σύμβολα του καλλιτέχνη.

Η ζωή του υπήρξε εξαιρετική. Γεννημένος το 1938 στο Ντοϊτσμπάζελιτς της Σαξονίας, ήταν επτά ετών όταν οι ρώσοι στρατιώτες μπήκαν στα γερμανικά εδάφη στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το επτάχρονο αγόρι, που τότε ονομαζόταν Χανς-Γκέοργκ Κερν, βρήκε καταφύγιο στο υπόγειο του δημοτικού σχολείου της γενέτειράς του. «Το κτίριο του σχολείου κατέρρευσε από τις βόμβες πάνω από τα κεφάλια μας. Η μητέρα μου μάζεψε τα πράγματά μας και όταν σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί ξεκινήσαμε μαζί με άλλους από το Ντοϊτσμπάζελιτς να βαδίζουμε προς τη Βαυαρία, όπου βρίσκονταν οι Αμερικανοί. Περάσαμε μέσα από την ισοπεδωμένη Δρέσδη και είδαμε την καταστροφή. Παντού υπήρχε βαριά μυρωδιά και ασχήμια» περιέγραφε σε συνέντευξή του στην αγγλική εφημερίδα «The Telegraph» τα παιδικά του χρόνια στη μεταναζιστική Γερμανία. Μάλιστα, όπως ο ίδιος λέει για το νέο ξεκίνημα της οικογένειάς του στην Ανατολική Γερμανία, ήταν «ένα πάτσγουορκ της ύπαρξης, από τα παπούτσια που φορούσαμε έως την τροφή που βρίσκαμε. Καθένας σήμερα έχει κάθε είδους πληροφορία την οποία χρειάζεται. Εκεί δεν είχαμε τίποτα. Δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες ή μουσεία που να μην είχαν αδειάσει λόγω του πολέμου. Τα πάντα ήταν πολιτικά και ιδεολογικά ευθυγραμμισμένα, γι’ αυτό και δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Επρεπε να είσαι ευχαριστημένος με ό,τι είχες. Κι εγώ πάντα αντιμαχόμουν αυτή τη συνθήκη». Οι σκηνές της βομβαρδισμένης Δρέσδης βρήκαν τον δρόμο τους στη δουλειά του. Οι πίνακές του από τη δεκαετία του 1960 περιλαμβάνουν εικόνες από ακρωτηριασμένα μέλη του σώματος, ματωμένα ίχνη από πέλματα, ακρωτηριασμένα χέρια με τα δάχτυλά τους παγωμένα πάνω στο χώμα.

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ. Στην ίδια δεκαετία, άλλωστε, ο Γκέοργκ Μπάζελιτς αναδείχθηκε ως πρωτοπόρος της γερμανικής νεο-εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής. Και το 1963 είδε τα έργα από την πρώτη του ατομική έκθεση να κατάσχονται από τις Αρχές επειδή η εικονογραφία των σεξουαλικά γκροτέσκων σκηνών του προκαλούσαν τον θεατή. Το έργο του θυμίζει ανησυχητικά θέματα που γίνονται μέσο για την αντιμετώπιση της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο καλλιτέχνης βγάζει την έντασή του στη ζωγραφική του και εξερευνά τι σημαίνει να είναι Γερμανός –και ειδικότερα γερμανός καλλιτέχνης –σε έναν μεταπολεμικό κόσμο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα εικονικά «ανάποδα» έργα του, στα οποία σώματα, τοπία και κτίρια είναι ανεστραμμένα εντός του επιπέδου της εικόνας, αγνοώντας την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου, καθιστούν εμφανές τον χαρακτήρα της ζωγραφικής του. Αντλώντας από μια δυναμική δεξαμενή τις άπειρες επιρροές του, από τα αφρικανικά γλυπτά ή τη γραφιστική τέχνη της σοβιετικής περιόδου, ο Μπάζελιτς αναπτύσσει μια ξεχωριστή ζωγραφική γλώσσα που υποδεικνύει εμμέσως την αντιστροφή αξιών στον δυτικό κόσμο.

Το σχέδιο ήταν πάντα στο επίκεντρο της τέχνης του. Παράλληλα με την εγκεφαλική ακόμα, παθιασμένη ζωγραφική του και τα αδρά λαξευμένα του γλυπτά, η πρακτική της σχεδίασης του χρησίμευε ως δοκιμασία για να αφομοιώσει τα διαφορετικά στάδια του ζωγραφικού του έργου. Σε αυτή τη νέα σειρά σχεδίων που παρουσιάζονται στην Αθήνα, ο γερμανός ζωγράφος «επισκέφθηκε» το 2015 τον ιάπωνα καλλιτέχνη Κατσουσίκα Χοκουσάι (1760-1849). Οι εξαιρετικά ελεγχόμενες στο χρώμα τους ξυλογραφίες τού Χοκουσάι συνοψίζουν το εκλεπτυσμένο ύφος ukiyo-e της ιαπωνικής τέχνης, διατηρώντας τα στοιχεία της στη λαϊκή φαντασία του σήμερα. Σε κάθε δίπτυχο, ο Μπάζελιτς επανεξετάζει μοτίβα από το δικό του έργο μαζί με ένα οικείο έργο από τα τελευταία του Χοκουσάι. Πρόκειται για μια περιπαικτική αυτοπροσωπογραφία που τη σκιαγράφησε στο τέλος μιας επιστολής του προς τον εκδότη των εκτυπωμένων έργων του το 1842. Ο Χοκουσάι την υπέγραψε με το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε τότε: «Με εκτίμηση, ο ογδόντα τρία ετών Χασιμόν».

Ο Μπάζελιτς ερεθίζεται από την ιδέα της επιστολής του ιάπωνα καλλιτέχνη ότι η τελειότητα έρχεται εκ των υστέρων με το πέρασμα των ετών. Αυτή η ζωηρή αυτοπροσωπογραφία του άτακτου γέροντα παρέχει προφανώς έμπνευση στον Μπάζελιτς. Ο οποίος επιδιώκει τη δική του διερεύνηση προς τη νεότητα και προς καθετί που μετασχηματίζεται στο πέρασμα του χρόνου και του πολιτισμού. Ενώ παράλληλα συνεχίζει να αντανακλά στα σχέδιά του τους προσωπικούς του προβληματισμούς σχετικά με τη ζωή και τη θνησιμότητά του.