Τηλεόραση δεν έχει στο σπίτι του, αλλά δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι είναι το πρόσωπο της μικρής οθόνης που αυτή την εποχή συγκεντρώνει την απόλυτη προσοχή –κυρίως από την πλευρά των γυναικών. Από το τηλεοπτικό πεδίο μάχης στο «Voice» μεγάλος νικητής αναδεικνύεται ο Κωστής Μαραβέγιας θαμπώνοντας ελαφρώς τη λάμψη του άλλοτε απόλυτου σταρ Σάκη Ρουβά. Οι ουρές από τα κοριτσόπουλα που στριμώχνονται, Παρασκευή ή Σάββατο στη συμβολή Κεραμεικού και Μαραθώνος για να βρουν μια θέση στη μουσική σκηνή όπου εμφανίζεται, το αποδεικνύει.

Πώς κατάφερε ένας τραγουδοποιός ο οποίος κινείται στον χώρο του «εντέχνου» –όρος «συνεννόησης» της μουσικής αγοράς –να αποκτήσει τη φόρα και τη λάμψη ποπ ειδώλου, όταν μάλιστα δεν διανύει την πρώτη του νιότη; Για κάποιους είναι νίκη της αισθητικής, για άλλους η δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας. Εκείνοι όμως που βρίσκονται γύρω του και τον ξέρουν καλά υποστηρίζουν ότι τίποτα από όλα αυτά που συμβαίνουν δεν απασχολούν τον Κωστή. Απολαμβάνει τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας με τη λαχτάρα ενός παιδιού. Ισως την ίδια που είχε όταν έλεγε τα κάλαντα –την πρώτη του συναυλία –στο Αγρίνιο: τη γενέθλια πόλη του όπου έζησε μέχρι τα 18 του χρόνια. Εδώ αρχίζει η περιπλάνησή του «μέσα σε ωδεία και πανεπιστήμια» όπως περιγράφει στο τραγούδι «Αδιέξοδο» ο ομότεχνός του Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Πήγε στο Μπάρι της Ιταλίας όπου ζούσε ήδη ο αδελφός του Νίκος –στενός συνεργάτης του τώρα. Οικεία πόλη, αφού οι γονείς του είχαν γραφείο μεταφορών και τη διαδρομή Πάτρα – Μπάρι την έκαναν συχνά. Σκεφτόταν να σπουδάσει πληροφορική, αλλά κατέληξε στη στατιστική –θεωρώντας ότι ήταν πιο εύκολη. Εδωσε σκληρή μάχη μαζί της για δύο χρόνια. Ερευνητικά προγράμματα στο Πολυτεχνείο, με κοινοτικά προγράμματα, ταξίδια στις Βρυξέλλες: τίποτα από όλ’ αυτά δεν κατάφερε να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον του νεαρού Αγρινιώτη. Παράλληλα γράφτηκε στο Ωδείο του Νικολό Πιτσίνι για να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές που είχε αρχίσει στην Ελλάδα. Οι γονείς του τον είχαν παροτρύνει να γραφτεί στο Ωδείο για να μάθει κιθάρα, πιάνο και ντραμς. Οπως μάλιστα έχει δηλώσει ο Κωστής Μαραβέγιας, σχεδόν τον πίεζαν.

Οι ίδιοι τον ενθάρρυναν, όταν είδαν ότι δεν ήταν ευτυχισμένος, να εγκαταλείψει την ερευνητική ομάδα του Πολυτεχνείου στην οποία συμμετείχε. Ηρθε στην Αθήνα όπου συνέχισε με μαθήματα αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Οταν ο Διονύσης Σαββόπουλος αναζητούσε τραγουδιστές για να κάνει τους «Αχαρνής» έτρεξε στην οντισιόν. Τον επέλεξε βάζοντας έτσι στο βιογραφικό του ένα ξεκίνημα δίπλα του. Δεν ήταν λίγο. Και η συνέχεια ήταν ενθαρρυντική για τον νεαρό που έψαχνε να βρει τα πατήματά του και να χωρέσει στο ελληνικό μουσικό σκηνικό.

Κάπου εδώ ο δρόμος του διασταυρώθηκε με εκείνον του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, ο οποίος έψαχνε ακορντεόν. Μέσα από ατελείωτες πρόβες και συζητήσεις οι δυο μουσικοί δέθηκαν με ισχυρούς δεσμούς. Από εκείνη την περίοδο ο Κωστής όμως φέρνει συχνά στο μυαλό του τα διαλείμματα. Πριν από λίγο καιρό εξομολογούνταν σε παρέα: «Περίμενα πώς και πώς να σταματήσει την πρόβα ο Παναγιώτης για να τον ακούσω να λέει ιστορίες. Είναι απίστευτος στις διηγήσεις. Πάντα υπάρχει κάτι να μάθεις».

Το 2005 εμφανίζεται στη μουσική σκηνή Ζυγός μαζί του: το μόνο που ζήτησε από τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο σε εκείνη την συνεργασία ήταν να μπορεί να λέει δύο δικά του κομμάτια. Είχε ήδη κυκλοφορήσει το 2003 την πρώτη του δισκογραφική δουλειά «Ραδιοπειρατής» από την FM Records με δώδεκα τραγούδια σε μουσική και ενορχήστρωση δική του. Ο δρόμος είχε στρωθεί για να περπατήσει και να αναμετρηθεί λίγο αργότερα μόνος στη σκηνή με το σχήμα του «Μαραβέγιας Ilegal». Tα απανωτά sold out όπου εμφανιζόταν και το ελκυστικό παρουσιαστικό του σμίλεψαν την εικόνα του ειδώλου που έλειπε ή είχε ανάγκη η μουσική αγορά. Συμπαθής, ανυπόμονος, ευαίσθητος, ονειροπόλος όπως διατείνονται όσοι τον ζουν καθημερινά, δίκαια απολάμβανε δόξα και επιτυχία.

Μέχρι που ήρθε ένα… παγκάκι. Η ιστορία είναι γνωστή: ο Κωστής στην προσωπική του σελίδα στο facebook είχε γραψει «Θερμή παράκληση να καθαριστούν τα παγκάκια της Αθήνας από τα χημικά και τις μολότοφ. Θέλω να βγω με το κορίτσι μου σήμερα που ‘ναι Κυριακή, να τη φιλήσω σε παγκάκι». Η Αθήνα τον Δεκέμβρη του 2014 με αφορμή τις διαδηλώσεις μνήμης για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Και φυσικά τα στρατόπεδα, κυρίως στα σόσιαλ μίντια, είχαν κάνει ευδιάκριτα τα όριά τους. Υστερα από τα πυρά που δέχθηκε, κυρίως μέσα από το βαθύ ιντερνετικό κράτος, τόλμησε να πάει στο «Φάουστ» για ν’ ακούσει μουσική. Ενας τύπος τού επιτέθηκε, το σκηνικό που εκτυλίχθηκε ανήκει στην Ιστορία. Από εκείνη την εποχή έμειναν μόνο τα τραγούδια που φιλοξενούνται στο νέο του CD «Κατάστρωμα».

Τον Απρίλιο του 2015 ήταν που αποφάσισε ότι αυτή η Αθήνα δεν τον χωράει πια. Φόρτωσε τρεις βαλίτσες όργανα, πήρε την πτήση για Ζάλτσμπουργκ και έμεινε κάνοντας βόλτες στα χωριά των Αλπεων γράφοντας μουσική. Επέστρεψε στο δυαράκι του στο Μετς και συνεχίζει τη ζωή του κάνοντας βόλτες με το ποδήλατο, γυρίσματα για το «Voice» και πηγαίνοντας σινεμά με τον αγαπημένο του ανιψιό, Δημήτρη. Η παρουσία του θα συνεχιστεί στη μικρή οθόνη, ενδεχομένως όχι μέσα από το τάλεντ σόου που τον φιλοξενεί αλλά από μια σειρά ντοκιμαντέρ που, αν όλα πάνε καλά, θα προβληθούν την επόμενη σεζόν, αυτή τη φορά σε ιδιωτικό κανάλι.