Στο μακρινό Ελσίνκι, στις αρχές του αιώνα, σηματοδοτήθηκε η απαρχή της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Ηταν η εποχή που η Αμερική επεδίωκε την πλήρη ενσωμάτωση της Τουρκίας στους δυτικούς θεσμούς. Η Τουρκία είχε χαρακτηριστεί χώρα-κλειδί για την προώθηση των δυτικών συμφερόντων στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή. Και μια ευρωπαϊκή και δημοκρατική Τουρκία θα αποτελούσε εξαγώγιμο μοντέλο για τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Οι ευρωπαϊκές χώρες συναίνεσαν, τελικά, στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας με πολλές αναστολές. Που οδήγησαν και σε μια μακρά υπαρξιακή συζήτηση στην Ευρώπη γύρω από τα κριτήρια που ορίζουν μια χώρα ως ευρωπαϊκή (γεωγραφικά, πολιτισμικά, πολιτικά). Η μεγάλη απόκλιση της Τουρκίας από το ευρωπαϊκό κεκτημένο παρέπεμπε την τελική ένταξη στις ελληνικές καλένδες. Η Τουρκία θα παρέμενε στον ευρωπαϊκό προθάλαμο για πολλά χρόνια. Κάτι που διασφάλιζε τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα της Δύσης.
Από την άλλη πλευρά, οι ισλαμιστές του Ερντογάν έγιναν υπέρμαχοι της ευρωπαϊκής προοπτικής για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος αφορούσε τη διεύρυνση των ελευθεριών στην Τουρκία. Και διά μέσου αυτών την αποδόμηση του στρατοκρατικού κεμαλικού κατεστημένου. Ο δεύτερος ήταν οικονομικός. Η ευρωπαϊκή προοπτική σήμαινε πολιτική σταθερότητα, που ήταν αναγκαία προϋπόθεση για ξένες και εγχώριες επενδύσεις. Οι επενδύσεις έφεραν οικονομική ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην Τουρκία. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την πολιτική επικράτηση του Ερντογάν.
Οταν η πολιτική ηγεμονία του Ερντογάν επιτεύχθηκε, η ευρωπαϊκή πορεία εκτροχιάστηκε. Κάτω από το βάρος μιας ισλαμικής ατζέντας διανθισμένης από δόσεις αντισημιτισμού και αντιαμερικανισμού.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός