Το 31% των Ελλήνων –αποκάλυψε δημοσκόπηση –διάκειται ευμενώς προς την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα.
Σάλος προκλήθηκε στον Τύπο κι ακόμα περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως επειδή οι δραχμιστές φαίνεται να πληθαίνουν από μήνα σε μήνα. Επαΐοντες και «επαΐοντες» σήμαναν συναγερμό. Εξάντλησαν τη γλαφυρότητά τους για να περιγράψουν την πατρίδα μας εκτός ευρώ. «Δεν θα έχουμε όχι έξυπνα κινητά, όχι επώνυμα ρούχα, δεν θα έχουμε καν πατάτες! αποκάλυψε κάποιος. «Οι σπόροι της πατάτας αποτελούν στην Ελλάδα του 2017 προϊόν εισαγωγής. Παρασκευάζονται σε εργαστήρια του εξωτερικού με υπερσύγχρονη τεχνοβιολογία που εμείς δεν διαθέτουμε» εξήγησε. Ο νους μου πήγε στον Καποδίστρια. «Ούτε πατάτες δεν θα μπορούσε σήμερα να φιλέψει τον δύστηνο λαό του ο κυβερνήτης» σκέφτηκα.
Κάποιοι άρχισαν να χλευάζουν τους δραχμιστές. «Τι περιμένεις από έναν λειτουργικά αναλφάβητο πληθυσμό, που υπνωτίζεται μέρα και νύχτα από τους ραδιοφωνατζήδες και τους πολιτικάντηδες; Ο οποίος έχει καταντήσει να προσβλέπει ακόμα και στον Αρτέμη Σώρρα; Τι περιμένεις από ανθρώπους που δεν ξέρουν πόσα εκατομμύρια έχει το δισεκατομμύριο;».
Δεν θα διαφωνήσω. Η παραπληροφόρηση, η εν ψυχρώ κοροϊδία πέφτει σε εξαιρετικά γόνιμο έδαφος. Γενιές που –εν μέσω διαρκών καταλήψεων –κουτσοφοίτησαν στα σχολεία, που το μυαλό τους έγινε από την παπαγαλία πουρές για να μπουν στα πανεπιστήμια, που εμπέδωσαν στον στρατό το τσατσιλίκι και στελέχωσαν ευχαρίστως το πελατειακό κράτος, γενιές που αποχαυνώθηκαν απ’ τα ψευτογκλάμορους πρωινάδικα και δηλητηριάστηκαν από τους χορούς τεράτων, τα «Μπιγκ Μπράδερ» και τα επιτόπια νταραβέρια της τηλεόρασης, πώς να μην πατάνε κάθε μπανανόφλουδα που ρίχνουν στον δρόμο τους οι επιτήδειοι; Πώς να μην παίρνουν στα σοβαρά τον κύριο Νίκο Ξυδάκη και τη στομφώδη του νοσταλγικότητα, την εξιδανικευτική διαστρέβλωση του παρελθόντος;
Θα αρκούσε βέβαια όχι να διαβάσουν τον καθηγητή Γ.Β. Δερτιλή –«Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821-2016» –αλλά να δουν απλώς τη «Μανταλένα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Εκεί ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος αποτυπώνει έξοχα –και ανατριχιαστικά –τι σήμαινε φτώχεια στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Αφού μιλάμε όμως για το νόμισμα, υπάρχει και η άλλη όψη του.
«Τριακόσια ευρώ μου περισσεύουν τον μήνα για να φάω, να ντυθώ, να ζεσταθώ, να κυκλοφορήσω» μου εξομολογήθηκε μια φίλη. «Αρνούμαι με δικαιολογίες καλέσματα –πώς να πάω; Με άδεια χέρια; Κατέληξα να συμμετέχω σε διαγωνισμούς στο ραδιόφωνο μπας και κερδίσω κανένα δωρεάν εισιτήριο για κινηματογράφο ή θέατρο, κάνα βιβλίο».
«Χρωστάω στο ασφαλιστικό ταμείο τρία χρόνια. Αν αρρωστήσω, θα ψοφήσω σαν το σκυλί στο αμπέλι!» βαριαναστέναζε ένας γείτονας, ο οποίος –στις καλές εποχές –ξεσήκωνε την πολυκατοικία με τα γλέντια του.
«Επαψα να πληρώνω τις δόσεις των δανείων. Πρέπει να ταΐσω τα παιδιά μου, οι υπόλοιποι ας πάνε στο διάολο! Ούτε ειδήσεις ακούω, τους σιχάθηκα όλους! Με ευρώ ή με δραχμή βιδωμένος στο τιμόνι θα είμαι, δεκάξι ώρες το εικοσιτετράωρο» μου έλεγε τις προάλλες ένας οδηγός ταξί.
Για τι ακριβώς να κατηγορήσεις τους παραπάνω ανθρώπους; Για ελλιπή παιδεία; Για υπερβολική ευπιστία; Για παλιές σπατάλες; Ή για την καθημερινή απελπισία που τους θολώνει το μάτι, δεν τους αφήνει να σκεφτούν ψύχραιμα; Οταν σε σφίγγει η μέγγενη, τον τελευταίο που θα ακούσεις είναι όποιον σου κουνάει διδακτικά –και υποτιμητικά –το δάχτυλο. Οποιον σε φοβερίζει με καταστροφές. Οποιον –ύστερα από εφτά χρόνια κρίσης –σου μιλάει για περαιτέρω θυσίες στον βωμό των μεταρρυθμίσεων.
Εάν ειλικρινά επιθυμούμε να αποφύγουμε την καταστροφή – επιστροφή στη δραχμή, το τελευταίο που πρέπει να κάνουμε είναι να λοιδωρούμε τους απλούς πολίτες δραχμιστές. Μόνο ένα εμπνευσμένο σχέδιο για την Ελλάδα –το οποίο δεν θα τους πετάει σαν σαβούρα, το οποίο θα τους δίνει την αισιοδοξία ότι μαζί με τους αριθμούς θα ανασάνουν και οι ίδιοι, το οποίο δεν θα χωρίζει την κοινωνία σε παραγωγικούς και άχρηστους, έξυπνους και βλάκες –θα μπορούσε ίσως να τους συγκινήσει. Να τους δώσει λίγη από τη χαμένη τους πίστη.
δείτε το ρεαλιστικά: Εάν οι δραχμιστές αβγατίσουν και επιχειρήσουν σάλτο μορτάλε, θα μας παρασύρουν όλους. Στον Καιάδα.