Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Podemos είναι τα δύο κόμματα που στον χώρο της ευρωπαϊκής Αριστεράς αναπτύχθηκαν ραγδαία στην περίοδο της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να μετατραπεί από έναν περιθωριακό πολιτικό σχηματισμό στο πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που κατέκτησε την εξουσία. Οσο για τους Podemos, έγιναν μέσα σε τρία χρόνια ο τρίτος σοβαρός παίκτης στην ισπανική κομματική αρένα.
Ριζοσπαστική Αριστερά και ανεργία. Η βασική αιτία για αυτή την πρωτοφανή άνοδο είναι πως η Ελλάδα και η Ισπανία κατέχουν τα πρωτεία σε ό,τι αφορά την ανεργία στην ευρωζώνη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων θεώρησε ως υπεύθυνους αυτής της δραματικής κατάστασης τα κύρια πελατειακά κόμματα του παλαιοκομματικού καθεστώτος: στην Ελλάδα τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και στην Ισπανία το Λαϊκό Κόμμα και τους ισπανούς Σοσιαλιστές. Τα δύο παραπάνω δίπολα συγκροτούσαν τον κύριο κομματικό χώρο και στις δυο χώρες (τον ελληνικό μετά την πτώση της χούντας το 1974 και τον ισπανικό μετά την πτώση της φρανκικής δικτατορίας). Στη χώρα μας η οικονομική κρίση οδήγησε στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ δίνοντας τη θέση του στον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ισπανία, από την άλλη μεριά, με την άνοδο των Podemos το δίπολο μετατράπηκε σε «τρίγωνο». Η ανερχόμενη ριζοσπαστική Αριστερά δεν έγινε μεν κυβέρνηση όπως στη χώρα μας, αλλά έγινε το τρίτο μεγάλο κόμμα στην ισπανική πολιτική αρένα.
Και στις δυο χώρες η παραπάνω μετάλλαξη δημιούργησε ένα πολιτικό κενό που καλύφθηκε από ψηφοφόρους οι οποίοι απέρριψαν το παλιό status quo. Στην Ελλάδα ένα μέρος αυτών κατευθύνθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ ενώ ένα άλλο στη Χρυσή Αυγή. Η ριζοσπαστική Αριστερά έγινε το πρώτο κόμμα και η νεοναζιστική Δεξιά το τρίτο. Οσο για την ισπανική περίπτωση, το παλαιοκομματικό αμφισβητήθηκε κυρίως από τους Podemos. Ετσι, στις εθνικές εκλογές του 2016 το μεν Λαϊκό Κόμμα (PP) πήρε το 33,03% των ψήφων, το Σοσιαλιστικό (PSOE) το 22,66% ενώ οι Podemos κατόρθωσαν να πλησιάσουν τους Σοσιαλιστές με 21,1% των ψήφων (το τέταρτο κεντροδεξιό κόμμα των Ciudadanos/Citizens κέρδισε το 13,05%).
Το ρήγμα. Οι διαφορετικές δομές των κομματικών σχηματισμών σήμερα είναι προφανείς. Στην ελληνική περίπτωση, μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχει ένας εξαιρετικά αδύναμος και κατακερματισμένος κεντροαριστερός χώρος (κυρίως η Δημοκρατική Συμπαράταξη), ενώ στην Ισπανία το Λαϊκό Κόμμα κυβερνά χωρίς να έχει πλειοψηφία (με την ανοχή των άλλων μεγάλων κομμάτων). Αυτή η διαφορά, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που δεν αναπτύσσονται εδώ, δημιούργησε στη χώρα μας έναν έντονο διχασμό, ένα ρήγμα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης που, κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχει ή είναι πολύ ηπιότερο στην Ισπανία. Στην ισπανική περίπτωση υπάρχει βέβαια έντονος ανταγωνισμός ενός παγιωμένου σοσιαλιστικού κόμματος (τύπου ΠΑΣΟΚ) και μιας ανερχόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς με νέες ιδέες και πρακτικές (κυρίως ψηφιακές), πρακτικές που μείωσαν σημαντικά τη δύναμη των Σοσιαλιστών. Αυτό είναι συνηθισμένο και κατανοητό σε μια τέτοια συγκυρία. Με άλλα λόγια, στην Ισπανία, παρ’ όλες τις κριτικές εναντίον του νεοπαρουσιαζόμενου Podemos (ότι τα μέλη του έχουν ακροαριστερές καταβολές και ιδέες), ο ανταγωνισμός με τα άλλα κόμματα είναι «φυσιολογικός» –με την έννοια πως ο Ιγκλέσιας και οι συνεργάτες του δεν θεωρούνται ξένο σώμα εκτός του δημοκρατικού πλαισίου. Το Podemos έχει γίνει ένας αποδεκτός και σοβαρός παίκτης στον κομματικό χώρο.
Το ίδιο δεν συμβαίνει και στη χώρα μας. Εδώ υπάρχει μια πρωτοφανή δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνο από τη ΝΔ αλλά και, με πολύ πιο έντονο τρόπο, από την Κεντροαριστερά. Κατά την ελληνική Δεξιά/Κεντροδεξιά και την κατακερματισμένη, αναιμική Κεντροαριστερά, ο Πρωθυπουργός και οι στενοί συνεργάτες τους είναι αμόρφωτοι, ανεπάγγελτοι και χωρίς να έχουν οι περισσότεροι διοικητική εμπειρία πριν πάρουν τα ανώτατα κυβερνητικά αξιώματα. Επιπλέον είναι άχρηστοι, «αληταράδες», ανεπρόκοποι, επαγγελματίες ακτιβιστές και άλλα χειρότερα. Τέλος, έχουν σταλινικές ρίζες και στοχεύουν στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ετσι, παρόλο που ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε τελικά να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο, κατά την αντιπολίτευση, ο βασικός προσανατολισμός του παραμένει άκρως αυταρχικός. Με διάφορους τρόπους προσπαθεί να οδηγήσει τη χώρα σε ένα καθεστώς τύπου Τσάβες, Πούτιν ή Ερντογάν. Αρα, πρόκειται για ένα σχηματισμό εκτός του «δημοκρατικού τόξου». Πρόκειται για ένα απόστημα που πρέπει να αφαιρεθεί από τον δημοκρατικό κορμό του πολιτεύματος.
Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι περίεργο πως η κύρια θέση, κυρίως της Κεντροαριστεράς, είναι: «ή εμείς οι δημοκράτες ή εσείς οι αυταρχικοί κρατιστές». Κάθε μέση στάση είναι απαράδεκτη. Βέβαια η δαιμονοποίηση δεν προέρχεται μόνο από τη δεξιά μεριά του ρήγματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει σύσσωμη την αντιπολίτευση σαν ένα παλαιωμένο, ξεπερασμένο καθεστώς που θυμίζει τον ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα. Σαν μια νέα ολιγαρχία, σαν νέα τζάκια που μέσω των τραπεζών, των ΜΜΕ και των παλαιοκομματικού τύπου διεφθαρμένων κομμάτων αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας. Και οι δύο ιδεολογικές κατασκευές είναι καρικατούρες που δείχνουν τη συνέχιση του χαμηλού κομματικού πολιτισμού της χώρας. Αυτή η κατάσταση φαίνεται στις καθαρά παλαιοκομματικές πρακτικές και των δύο στρατοπέδων στο Κοινοβούλιο. Πρακτικές όπως οι ανούσιες αντιπαραθέσεις, η λασπολογία και η έλλειψη ουσιαστικών επιχειρημάτων και αναλύσεων.
Για παράδειγμα, η ΝΔ εξακολουθεί να απαιτεί καθημερινά εκλογές εδώ και τώρα αγνοώντας ότι και οι πολίτες και οι εταίροι που μας υποστηρίζουν θεωρούν πως αυτό θα ήταν καταστροφικό για τη χώρα. Επιπλέον, πέρα από τις αοριστίες περί «αλήθειας και ψεύδους», οι ψηφοφόροι θέλουν να ξέρουν ποια είναι η συγκεκριμένη θέση του αρχηγού της ΝΔ σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και την ένταξή μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Πρέπει, λόγω των επικείμενων εκλογών, οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις να αναβληθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2017) και ποια ακριβώς θα είναι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας στρατηγικής; Ξεκάθαρες απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν υπάρχουν στον λόγο της αντιπολίτευσης.
Οσο για την κυβέρνηση, αυτή εμμένει να επεκτείνει το φιάσκο της εκχώρησης ραδιοτηλεοπτικών αδειών, υποβαθμίζει τον ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και, διορίζοντας τον κ. Μουλόπουλο ως διαχειριστή της οικονομικής κρίσης του ΔΟΛ, δίνει την εντύπωση πως θέλει να μετατρέψει τον ΔΟΛ σε φερέφωνο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πρόκειται για μια ακόμη λανθασμένη κίνηση, κίνηση που θα αμβλύνει τον ήδη αδύναμο πλουραλισμό των ΜΜΕ. Βέβαια η παραπάνω κριτική δεν σημαίνει πως το απαράδεκτο, παράνομο τρίγωνο μεταξύ πλουτοκρατίας, τραπεζών και ΜΜΕ που κυριαρχούσε στην προ του ΣΥΡΙΖΑ εποχή πρέπει να παραμείνει ως έχει. Ομως η κυβέρνηση προσπαθεί να το αλλάξει με έναν εξίσου απαράδεκτο, παλαιοκομματικό τρόπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ταιριάζει η ρήση του Jean-Baptiste Karr (1849): «plus ça change, plus c’est la même chose» («όσο περισσότερο αλλάζει τόσο παραμένει το ίδιο»).
Συμπέρασμα. Το ρήγμα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης δεν μπορεί βέβαια να εξηγήσει όλες τις δυσκολίες και δυσλειτουργίες του σημερινού πολιτικού συστήματος. Το σίγουρο όμως είναι πως τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και στις σχέσεις μεταξύ κομμάτων και στη σχέση μας με τους εταίρους. Τα τείχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστερών πρέπει να μετατραπούν σε γέφυρες –αφού και οι δύο πλευρές έχουν παρόμοιους στόχους: την αντίθεσή τους στη λιτότητα, τη μείωση των συνεχών εντεινόμενων ανισοτήτων και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους (βλ. Το Βήμα, 25/10/2015). Επιπλέον, πιστεύω πως ο Πρωθυπουργός, από τη στιγμή που αποφάσισε να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και επέλεξε τον ευρωπαϊκό δρόμο, ούτε θέλει ούτε μπορεί να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Αν αυτό ισχύει, μια συνεργασία π.χ. μεταξύ Δημοκρατικής Συμπαράταξης και ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τον τελευταίο στην απαγκίστρωσή του από ένα (ημι)ακροδεξιό κόμμα που στηρίζει τον Πρωθυπουργό για καθαρά εργαλειακούς λόγους –δηλαδή για να επιβιώσει. Βέβαια η συνεργασία προϋποθέτει συστηματικές και ειλικρινείς προσπάθειες και από την Κεντροαριστερά αλλά και από τη ριζοσπαστική Αριστερά. Οσο για τη σύγκριση ΣΥΡΙΖΑ – Podemos, το ότι ένα παρόμοιο ρήγμα δεν παρουσιάστηκε στην Ισπανία μετά την άνοδο των Podemos δείχνει καθαρά τον αρτηριοσκληρωτικό χαρακτήρα του κομματικού μας συστήματος, καθώς και την ακραία συγκρουσιακή κουλτούρα του.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μετά την απόφαση της Δικαιοσύνης να μην εκδοθούν οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί και μετά την εκδικητική απάντηση της Τουρκίας, υπάρχει η πιθανότητα μιας δεύτερης ακόμα πιο μαζικής εισροής μεταναστών και προσφύγων στα ελληνικά νησιά –με τους εταίρους μας να σφυρίζουν αδιάφορα. Μεταξύ άλλων δεινών, αυτό θα οδηγούσε στην πιο ραγδαία άνοδο της ΧΑ, με αποτέλεσμα να γίνει το δεύτερο μεγάλο κόμμα στον χώρο της αντιπολίτευσης. Συμφέρει αυτό τη Φώφη Γεννηματά; Δεν απαιτείται άμεσα μια συνεργασία (όχι συγχώνευση) μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Κεντροαριστεράς για να σχηματιστεί ένα σοβαρό αντίβαρο στην παραπέρα άνοδο της ΧΑ; Πώς είναι δυνατόν η Κεντροαριστερά να αγνοεί τέτοιου είδους κινδύνους; Δεν υπάρχει λοιπόν άλλη λύση παρά μόνο το πέρασμα από τη ρήξη στη συνεργασία μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics