Μέσα στην εβδομάδα, στο ΕΒΕΑ, παρουσιάστηκε μια μελέτη από ομάδα πανεπιστημιακών που υποστήριζε ότι, παρά τα όσα λέγονται εδώ κι αρκετά χρόνια, η αιτία εκτροχιασμού της οικονομίας δεν οφείλεται στην πενταετία Καραμανλή, αλλά στη συσσώρευση χρεών από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, τα οποία κλήθηκε να διαχειριστεί αργότερα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Υστερα από αυτό η Δημοκρατική Συμπαράταξη έβγαλε ανακοίνωση υποστηρίζοντας ότι «η απόπειρα κύκλων της ΝΔ να αθωώσουν τη μοιραία 5ετία που μας οδήγησε στα Μνημόνια προκαλεί θυμηδία» και κατέληξε λέγοντας πως όλοι οι οικονομολόγοι εντός και εκτός Ελλάδας συμφωνούν ότι η κρίση στην Ελλάδα οφειλόταν στο διπλό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ζητούσε επίσης από τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη να πάρει θέση καθότι η σιωπή της, όπως λέει, «μπορεί να εξυπηρετεί το παραταξιακό της συμφέρον, βλάπτει όμως το εθνικό». Μέσα στην εβδομάδα επίσης, ο επικεφαλής του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής εμφανίστηκε σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων και υποστήριξε ότι θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει το πρώτο Μνημόνιο εάν συνέτρεχαν δυο προϋποθέσεις: α) να μην είχε κλονιστεί η αξιοπιστία της χώρας από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των στοιχείων και β) αν είχαμε φροντίσει να δανειστούμε έγκαιρα. Στον καθηγητή Λιαργκόβα έσπευσε να απαντήσει με μακροσκελή ανακοίνωση το Κίνημα του Γιώργου Παπανδρέου.
Μέσα στην εβδομάδα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος, αφού είπε ότι η Ελλάδα μεγαλούργησε στις εποχές της δραχμής, υποστήριξε ότι στη χώρα πρέπει να γίνει μια συζήτηση πολιτική και εθνική που δεν έγινε τα τελευταία επτά χρόνια της κρίσης και αφορά την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Η δήλωσε σήκωσε θύελλα αντιδράσεων και παρότι ο Νίκος Ξυδάκης φαίνεται να εξέφραζε προσωπικές απόψεις, το Μαξίμου δεν θεώρησε απαραίτητο να τον αδειάσει.
Τον Απρίλιο η χώρα θα κλείσει τον έβδομο χρόνο στη διεθνή εποπτεία και θα μπει στον όγδοο. Οι περισσότεροι διεθνείς παρατηρητές προεξοφλούν ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να δανειστεί από τις αγορές και ότι μετά το 2018, που λήγει το τρέχον πρόγραμμα, θα χρειαστεί ένα τέταρτο Μνημόνιο ή μια γραμμή στήριξης που προφανώς θα συνδέεται με μέτρα και δεσμεύσεις. Επτά χρόνια όμως μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, οι πολιτικές δυνάμεις στη χώρα δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν ούτε στο αυτονόητο: το γιατί δηλαδή φτάσαμε στη χρεοκοπία, στο ποιος ή πόσοι ευθύνονται, στο γιατί αναγκαστήκαμε να μπούμε στο Μνημόνιο, στο εάν το Μνημόνιο ήταν αναπόφευκτο και στο εάν η αποχώρηση από το ευρώ θα μπορούσε να αποτελεί λύση ή όχι. Μια συζήτηση που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα –Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος –την έκαναν, κατέληξαν κάπου και προχώρησαν. Στην Ελλάδα πάλι, που οι πολιτικές δυνάμεις ψήφισαν με ευρεία πλειοψηφία την τρίτη δανειακή σύμβαση το 2015, η συζήτηση επανέρχεται κατ’ εξακολούθηση γύρω από τις παραδοχές του προβλήματος, χωρίς ποτέ να υπεισέρχεται στη λύση. Και η ιδέα του Grexit μπαινοβγαίνει σταθερά πλέον κάθε δυο χρόνια στο τραπέζι, από τους μέσα και τους έξω, απομακρύνοντας συνεχώς κάθε έννοια εθνικής, τραπεζικής και επενδυτικής σταθερότητας.