Συμπληρώθηκαν 21 χρόνια από την κορύφωση της κρίσης των Ιμίων. Και κάθε φορά τέτοιες ημέρες σκέφτομαι τον καλό μου φίλο, τον Αντρέα.
Ηταν 15 χρονών όταν τον γνώρισα. Ενα ευγενικό, χαμογελαστό παιδί, με την καλή κουβέντα πάντα στο στόμα. Δεν έδειχνε λιπόψυχος, αλλά η όλη του παρουσία δεν σε προϊδέαζε γι’ αυτό που θα γινόταν τα επόμενα χρόνια.
Ο Αντρέας λοιπόν έγινε ένας από τους πιο εκπαιδευμένους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Για να αντιληφθείς τις ικανότητες και τα σχολεία που είχε περάσει, έπρεπε να τον δεις να φορά τη στολή του. Δεν υπήρχε ελεύθερο μέρος στο στήθος που να μη μαρτυρούσε την εκπαίδευσή του. Ο Αντρέας όμως εξακολουθούσε να είναι ο ίδιος που είχα γνωρίσει στην εφηβεία του.
Ηταν Φεβρουάριος του 1996 και ετοιμαζόταν να φύγει για ένα ακόμα σχολείο, στις ΗΠΑ. Κάλεσε μερικούς φίλους και συναδέλφους στο σπίτι για να μας κάνει το τραπέζι και να μας αποχαιρετήσει. Μεταξύ αυτών και ο υπογράφων.
Η διάθεση ήταν χαλαρή και η ατμόσφαιρα ευχάριστη. Μέχρι τη στιγμή που ήρθε η κουβέντα για τα Ιμια. Η πληγή που είχε ανοίξει στο Αιγαίο μόλις μερικές ημέρες πριν, συνέχιζε να αιμορραγεί.
Μιλούσα παθιασμένα για ήρωες και πολέμους πιστεύοντας πως θα προκαλούσα το ενδιαφέρον των συνδαιτυμόνων μου, η πλειονότητα των οποίων ήταν αξιωματικοί στις Ειδικές Δυνάμεις.
Πολύ γρήγορα με διέκοψε σαστισμένος ένας εξ αυτών. «Αγαπητέ» μου λέει σε έντονο τόνο. «Μάλλον δεν ξέρεις τι σημαίνει πόλεμος. Δεν μπορείς να περιγράψεις τα συναισθήματα που σε κυριεύουν όταν αντιλαμβάνεσαι πως είσαι ο στόχος. Εκείνη τη στιγμή σκέφτεσαι τη γυναίκα, τα παιδιά σου. Οσο καλά εκπαιδευμένος κι αν είσαι, ο φόβος εξακολουθεί να φωλιάζει μέσα σου. Αμφιβάλλω αν όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες που μιλούν για πόλεμο με την Τουρκία αντιλαμβάνονται τι ακριβώς θα συμβεί την επόμενη μέρα».
Στο σαλόνι ακουγόταν πια από το βάθος μόνο η τηλεόραση. Είχαμε βυθιστεί όλοι στις σκέψεις μας. Φεύγοντας, ρώτησα τον Αντρέα ποιος ήταν αυτός ο τύπος. «Κάποιος που πήγε στα Ιμια» μου είπε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.