Ζώντας τα νιάτα μου στη δεκαετία του ’80, δεν πρόλαβα δυστυχώς τα έγχρωμα κορίτσια του Ελβις Πρίσλεϊ. Με φαρδιά φουρό, φλατ μπαλαρίνες και κορδέλες στα μαλλιά, χόρευαν τουίστ, τραγουδούσαν ροκ εντ ρολ, έπιναν πίπερμαν και παντρεύονταν τον Ελβις. Πολλά χρόνια αργότερα η πυρόξανθη αλογοουρά τους θα γινόταν γκρίζα, αλλά who cared then, dear Ann Margret?
Μάλλον τα ίδια retrospectives με τον κύριο Ξυδάκη βλέπαμε στο σινεμά. Εξού και η δραχμή. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η αρχική του δήλωση «Δεν υπάρχουν ταμπού όταν κουβεντιάζουμε για τη μοίρα του λαού το 1910, το 1912, 1930, 1960 κάτι έκανε μια χώρα, κάπως ζούσαμε» –ανασκευάστηκε από τον ίδιο:
«Ποτέ δεν υποστήριξα επιστροφή στη δραχμή. Υποστήριξα ότι καμιά συζήτηση δεν πρέπει να δαιμονοποιείται, ώστε οι πολίτες να έχουν ξεκάθαρη εικόνα που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Είναι γεγονός πως η συζήτηση για το εθνικό νόμισμα ακούγεται ελκυστική. Εξουθενωμένοι, άφραγκοι και καταθλιπτικοί –χωρίς να το ψάξουμε και πολύ –παρηγοριόμαστε με ευκολάκια:
«Τα είδαμε τα χαΐρια μας με το ευρώ, πάμε στη δραχμή να τελειώνουμε».
Πάμε πίσω στη δραχμή, λοιπόν. Πάμε να ξαναβρούμε τα νιάτα μας, την ομορφιά μας, τα πάκμαν μας, τις «Μανίνες» και τις «Κατερίνες» μας, τους έρωτες μας, τις αφίσες του Τσε στα εφηβικά δωμάτια. Πάμε να καπνίσουμε Τέλειον ή Γκολουάζ, να διαβάσουμε Μαρκούζε, να ξαναδούμε Σταύρο Τορνέ. Πάμε στην παλιά μας γειτονιά να καλημερίσουμε τον κυρ Μιχάλη τον περιπτερά, τον κυρ Μήτσο τον ΕΒΓΑτζή και την κυρα-Φροσύνη την πνιγμένη. Να σοβαρευτούμε λίγο. Εννοείται πως ο άνθρωπος δεν είναι ένας άφρων νοσταλγός του vintage. Ομως είναι τόση η απόγνωση του κόσμου, που καλό είναι να είμαστε προσεκτικοί. Διότι ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης γνωρίζει πολύ καλά πως –όσο και να ανασκευαστεί μια είδηση –η πρώτη εντύπωση πάντα τη «νικάει».
Η συζήτηση για τη δραχμή είναι οι παρωπίδες όσων αρνούνται να αντικρίσουν το σήμερα. Οσων αρνούνται να αποδεχθούν πως ο κόσμος των 80s αναβιώνει πρώτον στην Τεχνόπολη στο Γκάζι και δεύτερον στη μνήμη μας. Πουθενά αλλού.
Οποιος νομίζει πως, με τη δραχμή, θα επιστρέψουμε στα θέρετρα του 1999, πλανάται. Στο ’50 και το ’60 θα επιστρέψουμε: Οχι στο χαρωπούτσικο της Βουγιουκλάκη και του Διαλιανίδη. Στης «Συνοικίας τ’ όνειρο» και της «Αυλής των θαυμάτων».
Αν θέλουμε να προχωρήσουμε, ας πάψουμε κάποτε να φτιασιδώνουμε τις πίσω μας σελίδες. Το «αχ βαχ αξέχαστα χρόνια» δεν έχει μόνο αλάνες, γλειφιτζούρια και τα «παιδιά με τα γρατζουνισμένα γόνατα». Εχει και πόλεμους, Εμφύλιο, χούντα, διώξεις, ξερονήσια, εξορίες, φυλακές, σκοταδισμό, μιζέρια, μισαλλοδοξία, στενομυαλιά. Εχει τα ματωμένα σεντόνια που ανέμιζαν στων αειπάρθενων κοριτσιών τα μπαλκόνια. Και τον πατέρα αφέντη. Και το κρεβάτι του Προκρούστη. Που ανηλεώς ξεπάστρευε ό,τι ξέφευγε από τα δικά του βλακώδη μέτρα.
Το παρελθόν έχει μια αμφίσημη ιδιότητα. Σου θυμίζει όσα εξωραΐζεις και διαγράφει όσα απεχθάνεσαι. Κόβει το χτες στα μέτρα σου. Και σ’ το πουλάει μετά σε δραχμούλες.
Ομως εμείς δεν είμαστε πια η Λόλα, ο Μίμης κι όλη η τρελοπαρέα των παλιών αναγνωστικών. Δεν υπάρχει η «Ελλάδα της δραχμής», όπως δεν υπάρχει ο κυρ Μιχάλης, ο κυρ Μήτσος και η κυρα-Φροσύνη. Και δεν υπάρχει και πίπερμαν. Μόνο η προσομοίωσή του.
Κι η νοσταλγία δεν είναι πια αυτή που ήταν, αγαπητή Σιμόνη. Γιατί τα χρόνια τού τότε ήταν πέτρινα. Δεν ήταν vintage.