Στο κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο αλλά και στους κόλπους ελλήνων τεχνοκρατών, η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι την ερχόμενη Δευτέρα, μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, δεν θα υπάρξουν εκπλήξεις. Ούτε όμως και ξεκαθάρισμα του τοπίου. «Ποτέ δεν ξέρεις βέβαια…» προσέθετε χθες στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών.
Τη Δευτέρα αναμένεται να εγκριθεί από το ΔΣ του Ταμείου η έκθεση του άρθρου 4 του καταστατικού ΔΝΤ, τμήμα της οποίας αποτελεί η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Λίγο-πολύ, μέσω διαρροών, το περιεχόμενο της έκθεσης είναι γνωστό. Ενσωματώνει τη σκληρή γραμμή του Βερολίνου για τα μέτρα –χθες ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προειδοποίησε με αδιέξοδο αν δεν υπάρξει σεβασμός των δεσμεύσεων –και τις πιέσεις προς την ευρωζώνη για δραστικές παρεμβάσεις στο χρέος.
Το Ταμείο, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς ότι είναι αυτό το οποίο ζητά περισσότερη λιτότητα στην Ελλάδα, θα επιμείνει ότι εφόσον ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα παραμένει στο 3,5% του ΑΕΠ –μη ρεαλιστικός κατά την άποψή του –απαιτούνται δραστικά πρόσθετα και προκαταβολικά ψηφισμένα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ.
Στον σκληρό πυρήνα των απαιτήσεών του εντάσσονται η δραστική μείωση του αφορολόγητου ορίου και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, εξέλιξη η οποία θα ήταν ικανή να οδηγήσει σε μειώσεις αποδοχών των συνταξιούχων έως και κατά 30%. Επιπρόσθετα, το Ταμείο επιμένει στην ανάγκη να μην ακυρωθούν νομοθετικές διατάξεις στο πεδίο των εργασιακών, όπως για παράδειγμα η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων την οποία επιδιώκει η κυβέρνηση, να αυξηθεί το όριο των συλλογικών απολύσεων και να υπάρξει δραστικό άνοιγμα σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Η ΔΕΗ βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.
Παράλληλα, όμως, το Ταμείο ασκεί έντονες πιέσεις προς την πλευρά της Ευρώπης, χαρακτηρίζοντας το ελληνικό δημόσιο χρέος «απολύτως μη βιώσιμο», ακόμα και εάν επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για μια δεκαετία. Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο βασικό σενάριο το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2060 θα φτάσει στο 275% του ΑΕΠ, με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να φτάνουν έως και το 62%.
Οι πιέσεις του Ταμείου διαχέονται σε διπλή κατεύθυνση. Ακόμα και εάν η ελληνική κυβέρνηση συμφωνούσε με τους όρους (τους απορρίπτει ως παράλογους και αντισυνταγματικούς) του ΔΝΤ, και πάλι το Ταμείο δεν θα αποφάσιζε τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα (όπως έχουν ξεκαθαρίσει ότι απαιτείται ακόμα και για την εκταμίευση της δόσης τόσο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσο και ο Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM), όσο δεν λαμβάνονται μέτρα για το χρέος. Στην απαίτησή του αυτή, όμως, προσκρούει στη, μέχρι τώρα τουλάχιστον, κάθετη αντίθεση της Γερμανίας.
Μηνύματα. Την περασμένη Πέμπτη, στο Βερολίνο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Πολ Τόμσεν είχαν ένα ακόμα από τα συχνά ραντεβού τους. Τα πρώτα μηνύματα δεν οδηγούν σε ενδείξεις χαλάρωσης της στάσης τους έναντι της Ελλάδας.
Ο Τόμσεν φέρεται αμετακίνητος στις θέσεις του, ο Σόιμπλε φρόντισε χθες να ξεκαθαρίσει για μία ακόμα φορά ότι νερό στο κρασί του δεν βάζει. «Η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της ή αλλιώς θα καταλήξει σε αδιέξοδο» διεμήνυσε.
Σε χρόνο παράλληλο ο κυβερνητικός εταίρος της Ανγκελα Μέρκελ, με εκφραστή τον τέως υπουργό Οικονομίας και νυν Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ζητούσε με επιστολή (με ημερομηνία 2 Ιανουαρίου, όπως αποκάλυψε η «Handelsblatt») από την καγκελάριο «η γερμανική κυβέρνηση να λάβει εποικοδομητική στάση» στο ελληνικό ζήτημα, εκφράζοντας βαθιά ανησυχία.
Ολα πακέτο. Το παζλ είναι σύνθετο και πολυεπίπεδο. Και το παιχνίδι ενδεχομένως να μην έχει μπει ακόμα στην τελική του ευθεία. Ορισμένες ευρωπαϊκές πηγές δεν αποκλείουν παράταση των διαπραγματεύσεων έως και τον Απρίλιο.
Εγχώριοι οικονομικοί παράγοντες θεωρούν όμως ότι εν τέλει η συμφωνία δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί. Στο ερώτημα που εδράζουν αυτή τους την αισιοδοξία η απάντηση είναι απλή: «Επειδή δεν υπάρχει άλλη λύση».
Το χρονικό σημείο του συμβιβασμού είναι άγνωστο, φαίνεται όμως ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την κυβέρνηση αποτελεί να γίνει με συντονισμένες υποχωρήσεις από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Οπως συχνά πυκνά επαναλαμβάνει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, τίποτα δεν πρόκειται να κλείσει αν δεν κλείσει όλο το πακέτο.
Και δεν εννοεί μόνο το πακέτο των μέτρων της αξιολόγησης. Το τρίπτυχο κατά την ελληνική κυβέρνηση είναι: αξιολόγηση – μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος – ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση.