Τα μέτρα φέρνουν γκρίνια στην κυβέρνηση. Κι ένα από τα συμπτώματά της εκδηλώθηκε το βράδυ της Τετάρτης στη Βουλή μεταξύ θεωρείων και προεδρείου ανάμεσα στους Νίκο Βούτση και Ευκλείδη Τσακαλώτο με αφορμή ένα διαδικαστικού χαρακτήρα ζήτημα.
Το συμβάν έδωσε τροφή για σχόλια και βοήθησε στην ανάπτυξη σεναρίων που θέλουν ακόμη και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να βρίσκεται σε διάσταση με τον υπουργό των Οικονομικών, την ώρα που κρίνεται η εξέλιξη της αξιολόγησης και συνολικότερα η πολιτική συμφωνία με τους δανειστές. Ο Τσακαλώτος, στο διάστημα που οι φήμες τον εμφάνιζαν αποφασισμένο να επιχειρήσει «ηρωική έξοδο» και να τα βροντήξει, βρισκόταν στο Μαξίμου και σχεδίαζε μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα τα βήματα της επόμενης ημέρας για να ξεμπλοκάρει η διαπραγμάτευση. Οταν επέστρεψε στο γραφείο του στη Μητροπόλεως και ενημερώθηκε για τα περί σύγκρουσης με τον Πρωθυπουργό, είπε στους συνεργάτες του εμφανώς θυμωμένος: «Με τον Τσίπρα έχω να “μαλώσω” τουλάχιστον δύο – τρεις εβδομάδες. Αλλά όταν συμβαίνει αυτό, αφορά θέματα συντονισμού και κοινωνικού προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ και όχι τα ζητήματα του προγράμματος». Οσο για την ένταση που υπήρξε με τον Πρόεδρο της Βουλής, την απέδωσε σε μια παρεξήγηση που πράγματι είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους, όταν ο Βούτσης ερωτώμενος γιατί υλοποιήθηκε μόνο το 1/3 των προαπαιτουμένων απάντησε «ρωτήστε τον Τσακαλώτο».
Το επεισόδιο θεωρείται πλέον λήξαν από τις δύο πλευρές –άλλωστε Βούτσης και Τσακαλώτος διαθέτουν και αρκετά κοινά πολιτικά στοιχεία εντός κόμματος -, όμως η γέννησή του έχει ως αφετηρία την αμηχανία που διατρέχει όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ από τα μικρά κομματικά έως την Κοινοβουλευτική Ομάδα και την ηγεσία.
Το σφίξιμο που προκαλούν σε κυβέρνηση και κόμμα αυτά που πρόκειται να συμβούν είναι δεδομένο. Και το άγνωστο που έχουν να αντιμετωπίσουν ως προς τις προθέσεις των δανειστών προκάλεσε ένα εμφανές έλλειμμα επικοινωνίας. Η εβδομάδα μεταξύ Eurogroup και συζήτησης στη Βουλή επί των συμπερασμάτων της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια σε κόμματα και ΜΜΕ κατέδειξε την αδυναμία της κυβέρνησης να επικοινωνήσει την κατάσταση είτε στο εσωτερικό της είτε προς τον Τύπο. Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, περίπου στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αυτοσχεδίαζαν πάνω σ’ έναν καμβά που περιελάμβανε εκλογές, δημοψήφισμα και συζήτηση για επιστροφή στη δραχμή και ηγετικά στελέχη εμφανίζονταν να μην έχουν καθαρή εικόνα ούτε για το τι συνέβη στο Eurogroup ούτε για το πώς θα αντιμετωπιστεί το φλέγον θέμα της διαπραγμάτευσης το επόμενο διάστημα. Εξού και η προτροπή Βούτση «ρωτήστε τον Τσακαλώτο» για στοιχεία που, κατά την άποψη του Προέδρου της Βουλής, θα έπρεπε να είχαν περιέλθει σε γνώση των στελεχών.
Αυτά ως προς το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες εντός της κυβέρνησης. Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, πάλι, τα πράγματα δεν δείχνουν πολύ διαφορετικά. Μεταξύ των βουλευτών υπάρχουν οι πιο ψύχραιμοι που περιμένουν τις εξελίξεις, οι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη συμφωνία με τους δανειστές κι εκείνοι που νιώθουν από τώρα να πιέζονται από το «κρυφό πακέτο» μέτρων που το Μαξίμου προτίθεται να συμφωνήσει με τους δανειστές.
Μήνυμα για όλους
Η ανάλυση που γίνεται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνει στην εκτίμηση πως η κυβέρνηση δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στη νομοθέτηση των μέτρων που θα συμφωνηθούν με τους έξω. Στο Μαξίμου θεωρούν πως οι βουλευτές του κόμματος έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους, γνωρίζουν τις δυσκολίες και θα διστάσουν να βάλουν προσκόμματα στην κυβερνητική πορεία αρνούμενοι να ψηφίσουν. Η αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στο αίτημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές και η ατάκα περί «χρήσιμης ανοησίας» ενδεχομένως να μην είχαν ως αποδέκτη μόνο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, λένε κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ, ερμηνεύοντάς την και ως έμμεση προειδοποίηση προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να μην προβάλουν αίτημα προσφυγής στις κάλπες ως εναλλακτική λύση.
Κι αυτό γιατί το Μαξίμου έχει μετρήσει όλες τις πιθανότητες για το ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών κι έχει καταλήξει πως αυτές θα ήταν καταστροφικές και οπωσδήποτε «αυτοκαταστροφικές». Το πρωθυπουργικό επιτελείο εκτιμά ότι σ’ αυτήν τη φάση η κυβέρνηση δεν έχει κάποιο πειστικό αφήγημα για να προστρέξει στις κάλπες, επομένως από μόνη της θα έρθει αντιμέτωπη με μια εκλογική καθίζηση ενδεχομένως μη αναστρέψιμη. Η επαναλαμβανόμενη φράση του Αλέξη Τσίπρα πως οι «εκλογές θα γίνουν τον Σεπτέμβριο του 2019» καταδεικνύουν ακριβώς τη βούλησή του να οδηγήσει τις επόμενες εκλογές σε όσο το δυνατόν πιο μακρινό χρονικό ορίζοντα από το σήμερα. Προσβλέποντας πως στο μεσοδιάστημα θα αρχίσουν να φαίνονται κάποια αποτελέσματα στους τομείς της ανάπτυξης και των επενδύσεων, αφού ασφαλώς θα έχει προηγηθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές. Μάλιστα, μία από τις εισηγήσεις που δέχεται ήδη από τις γιορτές των Χριστουγέννων ο Αλέξης Τσίπρας είναι να δείξει ένα επιθετικό κοινωνικό πρόσωπο της κυβέρνησης τους επόμενους μήνες, για να καταφέρει να συμμαζέψει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα αξιοπρεπές επίπεδο (περίπου 25%) ώστε να δώσει την επόμενη εκλογική μάχη με αξιώσεις.
Οποιος λυγίζει φεύγει
Στην περίπτωση πάντως που κάποιοι βουλευτές λυγίσουν και δηλώσουν ανέτοιμοι να σηκώσουν το βάρος ενός μη προβλέψιμου αυτή τη στιγμή πακέτου μέτρων, εικάζεται ότι θα τους υποδειχθεί –εφόσον δεν θα το πράξουν οι ίδιοι –ο δρόμος της παραίτησης και της παράδοσης της βουλευτικής έδρας στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι άλλωστε το κλίμα που επικρατεί και μεταξύ των βουλευτών. Προβεβλημένο στέλεχος σχολιάζει χαρακτηριστικά πως «επειδή ξέραμε με ποιους όρους μπήκαμε στη Βουλή, κανείς από εμάς δεν δικαιούται να μην ψηφίσει και να θέσει σε κίνδυνο τον κυβερνητικό βίο».
Ομως όλα στο τέλος θα είναι θέμα βιτρίνας. Ή αλλιώς περιτυλίγματος στο πακέτο που θα κληθούν να ψηφίσουν οι βουλευτές της πλειοψηφίας. Εάν υπάρχουν ισορροπίες και καταστάσεις που δικαιολογούνται, έχει καλώς. Επομένως πολλά θα εξαρτηθούν από τη διαπραγμάτευση και από τους τελικούς συμβιβασμούς της κάθε πλευράς.
Ομως το τοπίο της διαπραγμάτευσης τις τελευταίες ημέρες μόνο ξεκάθαρο δεν είναι. Η κυβέρνηση δεν έχει εικόνα για όσα «ετοιμάζουν» οι δανειστές και περιμένει μια κίνηση από την πλευρά τους για να ξεκινήσει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Η απόφαση του Μαξίμου ως προς τον τρόπο της διαπραγμάτευσης, όταν έρθει η ώρα, είναι πως θα συμφωνηθούν όλα μαζί και τίποτα αποσπασματικά. Αρα κάθε μέτρο ξεχωριστά θα ενταχθεί σ’ ένα συνολικότερο πλέγμα που θα προβλέπει συμφωνία, για παράδειγμα, στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων, εφόσον οι θεσμοί δώσουν στην ελληνική πλευρά περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Ή π.χ. συζήτηση για μείωση του αφορολογήτου μετά το 2018 εφόσον όμως η κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει την επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων. «Είναι ένα σκληρό παιχνίδι πόκερ» λέει στα «ΝΕΑ» ένας εκ των πρωταγωνιστών της διαπραγμάτευσης, θέλοντας να δείξει ότι τα πράγματα είναι και κρίσιμα και οριακά.
Ο αστάθμητος παράγων
Και βεβαίως υπάρχει πάντα ο παράγοντας ΔΝΤ που προκαλεί μεγάλη ανησυχία στην κυβέρνηση. Το Μαξίμου εκτιμά πως, όπως αυτό περιμένει τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου τη Δευτέρα, έτσι και οι θεσμοί αναμένουν τη συζήτηση που θα γίνει για να καταλάβουν τις προθέσεις του. Επισήμως δεν θα αποφασιστεί ο ρόλος του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Για την κυβέρνηση, μετά τη συνεδρίαση της Δευτέρας, κάθε πλευρά θα κληθεί να απαντήσει ποιες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία εμπιστεύεται: του ΔΝΤ ή των ευρωπαϊκών θεσμών. Θεωρώντας ότι είναι το ίδιο το ΔΝΤ που εγείρει ερωτηματικά για την παρουσία του στο τρίτο πρόγραμμα και όχι η κυβέρνηση. Αρα θα πρέπει να αποφασίσει τι ακριβώς θέλει.
Από τη μεθαυριανή συνεδρίαση κι έπειτα υπολείπονται μόλις δύο εβδομάδες για το Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου. Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μπορέσει να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση ώς τότε. Δεν αποκλείει ωστόσο και πιθανότητα παράτασης της εκκρεμότητας με σύρσιμο της όλης κατάστασης και τον Μάρτιο. Το επιθυμητό σενάριο είναι να έχουν κλείσει όλα πριν από τις ολλανδικές εκλογές στις 15 Μαρτίου, καθώς μεγάλο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας εκεί αναλώνεται στην Ελλάδα και στη συμμετοχή του ΔΝΤ ως προϋπόθεση για το πρόγραμμά της. Ουδείς όμως γνωρίζει εάν είναι και το ευκταίο σενάριο.