Το πρωί της 30ής Ιουλίου 1930 ο Τζον Λάνγκενους πληροφορήθηκε τα δυσάρεστα νέα. Ο βέλγος διαιτητής μόλις είχε οριστεί να διευθύνει τον πρώτο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου ανάμεσα στην εκπρόσωπο της διοργανώτριας Ουρουγουάη και την Αργεντινή.

Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, ο Λάνγκενους πείστηκε να διευθύνει το ματς δύο ώρες πριν από την έναρξή του και αφού προηγουμένως έγινε δεκτό το αίτημά του για ασφάλεια ζωής και ενός εισιτηρίου για την άμεση επιστροφή στην πατρίδα του.

Στον τελικό παρουσία 93.000 θεατών στο νεόκτιστο Σεντενάριο του Μοντεβιδέο η Ουρουγουάη αναδείχθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια. Εκτοτε, μόλις οκτώ χώρες από την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή του ποδοσφαιρικού Ολύμπου.

Η Κίνα, με κινητήριο δύναμη την οικονομική της ισχύ αλλά και την πολιτική βούληση, αποφάσισε να αλλάξει το στάτους κβο στο διεθνές ποδόσφαιρο και να συμπεριλάβει στα επόμενα κεφάλαια της Ιστορίας του λαοφιλέστερου αθλήματος και το δικό της όνομα.

Εκ πρώτης όψεως η προσπάθεια μοιάζει σπασμωδική. Υπό την πίεση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας οι μεγάλες εταιρείες έκαναν δυναμική είσοδο στους ποδοσφαιρικούς συλλόγους και άρχισαν να δαπανούν τεράστια ποσά σε έναν άνευ προηγουμένου μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος, που προσελκύει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του «έξω κόσμου».

Η άλλη, η πιο σοβαρή, πάνω στην οποία θα στηριχθεί το όνειρο της Κίνας να κυριαρχήσει στο ποδόσφαιρο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ως σημείο τερματισμού του πρώτου σταδίου του σχεδίου, το οποίο ο κινέζος πρόεδρος Σι Τσινπίνγκ αποκαλεί «Το όνειρο του ποδοσφαίρου», έχει οριστεί το έτος 2025. Μέχρι τότε η Κίνα θα έχει αυξήσει τα ποδοσφαιρικά σχολεία από τα 5.000 που ήταν το 2014 στα 50.000 και τα γήπεδα ποδοσφαίρου από 11.000 σε 70.000 προκειμένου να αντιστοιχεί μία εγκατάσταση για κάθε 10.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, η Κίνα θέλει έως το 2025 να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο 30 έως 50 εκατομμύρια πολίτες.

Σε αυτή την εκ βάθρων αναδιάρθρωση του κινεζικού ποδοσφαίρου, που περιλαμβάνει από εγκαταστάσεις, προπονητές και νέα τεχνολογία, συμμετέχουν ακόμα και ξένες εταιρείες, όπως η ισπανική Soxna.

Για πάνω από μία δεκαετία εργάζεται για την προώθηση του ποδοσφαίρου στην Ασία και ιδιαίτερα στην Κίνα μέσω των ποδοσφαιρικών σχολείων της Γκουανγκζού Εβεργκράντε, που είναι ένας από τους ισχυρότερους συλλόγους της χώρας.

Η Εβεργκράντε έχει δημιουργήσει το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σχολείο του κόσμου, το οποίο αυτή τη στιγμή φιλοξενεί 3.000 παιδιά.

Ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Soxna Νταβίντ Λόπεθ δηλώνει πως η Κίνα έχει μετατρέψει το κυνήγι της ποδοσφαιρικής χίμαιρας «σε κρατικό ζήτημα».

«Η σταδιακή ανάπτυξή της στα επόμενα χρόνια θα την καταστήσει ιδιαίτερα ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο» προβλέπει ο Λόπεθ. Στη φαρέτρα της ανάπτυξης οι Κινέζοι έχουν τοποθετήσει ένα ακόμα μεγάλο όπλο, τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2030 ή το αργότερο το 2034.