Υποψήφιος για τη γαλλική προεδρία κατηγορείται ότι απασχολούσε στα χαρτιά μόνο κοινοβουλευτικούς βοηθούς, τους οποίους ωστόσο πλήρωνε με δημόσιο χρήμα: αμέσως το μυαλό πάει στο διαβόητο πια Penelopegate, που απειλεί να βγάλει τον Φρανσουά Φιγιόν, το αλλοτινό φαβορί, εκτός της κούρσας για το Ελιζέ. Δεν είναι εντούτοις ο μοναδικός υποψήφιος που ανταποκρίνεται σε αυτή την περιγραφή. Αντίστοιχες κατηγορίες βαρύνουν, εδώ και καιρό μάλιστα, την ηγέτιδα του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, τη Μαρίν Λεπέν. Συνολικά 338.495 ευρώ της ζητεί να επιστρέψει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κρίνοντας πως πλήρωνε μια συνεργάτριά της καθώς και τον σωματοφύλακά της με χρήματα που λάμβανε ως ευρωβουλευτής, για δουλειά που έκαναν όμως για εκείνη και το κόμμα στη Γαλλία –ούτε στις Βρυξέλλες, ούτε στο Στρασβούργο.
Η γαλλική οικονομική Εισαγγελία διεξήγαγε από τον Μάρτιο του 2015 έρευνα κατόπιν προσφυγής του Ευρωκοινοβουλίου, στα μέσα Δεκεμβρίου μάλιστα ξεκίνησε προκαταρκτική εξέταση για «κατάχρηση εμπιστοσύνης και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος», «απάτη στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας», «πλαστογραφία» και «αδήλωτη εργασία». Σύμφωνα μάλιστα με τις πληροφορίες του γαλλικού Τύπου, πέντε ακόμα ευρωβουλευτές του Εθνικού Μετώπου κατηγορούνται από το Ευρωκοινοβούλιο για πλασματική απασχόληση κοινοβουλευτικών βοηθών και καλούνται να του επιστρέψουν συνολικά 1,1 εκατομμύριο ευρώ. Αλλά, αντίθετα με τον Φρανσουά Φιγιόν, η Μαρίν Λεπέν δεν πέφτει στις δημοσκοπήσεις –ανεβαίνει. Είναι σταθερά πρώτη στον πρώτο προεδρικό γύρο, η πρόκρισή της στον δεύτερο θεωρείται λίγο – πολύ δεδομένη. Γιατί;
Δεν είναι ίδιες οι δύο υποθέσεις, θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς. Ο Φρανσουά Φιγιόν κατηγορείται ότι απασχολούσε πλασματικά συγγενείς του, τη σύζυγό του Πενελόπ αλλά και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του. Και ότι τα πλήρωνε για δουλειά που δεν έκαναν. Τα ποσά που εισέπραξε η πρώτη ως αργομισθίες υπολογίζεται από το Canard Enchaîné ότι ξεπερνούν τα 900.000 ευρώ, των παιδιών τους τα 83.000 ευρώ. Επιβάρυναν το γαλλικό κράτος, τα δημόσια οικονομικά, τους γάλλους φορολογουμένους. Και επιπλέον, ο Φιγιόν εμφανιζόταν ως υποψήφιος της «εντιμότητας» και της «διαφάνειας» –αυτός δεν ήταν που αναρωτιόταν δηκτικά πριν από την primaire, μεμφόμενος τον Νικολά Σαρκοζί για τα πολλά μπλεξίματά του με τη Δικαιοσύνη, «ποιος μπορεί να φανταστεί τον στρατηγό Ντε Γκολ να τίθεται υπό έρευνα;».
Από την άλλη πλευρά, όμως, η Μαρίν Λεπέν είναι αυτή που διαφημίζεται ως «καθαρή λύση» απέναντι σε «ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα». Και ο προϋπολογισμός του Ευρωκοινοβουλίου από τα ευρωπαϊκά κράτη, τους ευρωπαίους φορολογουμένους καλύπτεται. «Δεν σας αφορούν οι κανονισμοί του Ευρωκοινοβουλίου;» ρώτησε η «Monde» τη Λεπέν μια ημέρα μετά την εκπνοή της διορίας που είχε από το Σώμα προκειμένου να επιστρέψει 298.497 ευρώ, τα οποία είχε λάβει μεταξύ του 2010 και του 2015 –παρανόμως κατά την άποψη του OLAF, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Καταπολέμησης της Απάτης –η Κατρίν Γκριζέ, προϊσταμένη του ιδιαίτερου γραφείου της στη Ναντέρ. «Το Ευρωκοινοβούλιο είναι μια πολιτική δομή που αποφάσισε να διεξαγάγει εναντίον των πατριωτών που είμαστε μια μάχη χωρίς αιχμαλώτους. Δεν αντέχει την ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει μια αντιπολίτευση στους κόλπους του» απάντησε εκείνη.
Και αυτή ακριβώς η απάντηση εξηγεί ενδεχομένως το γιατί δεν έχει πολιτικό κόστος στη Γαλλία η υπόθεση αυτή για τη Μαρίν Λεπέν: τόσο η ίδια όσο και οι υπαρχηγοί της έχουν επιχειρήσει να την παρουσιάσουν ως μια προσπάθεια του απερχόμενου προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, του Σοσιαλιστή Μάρτιν Σουλτς, να την εκδικηθεί. Για την υπέρμαχο του Frexit, οι Βρυξέλλες, το Στρασβούργο είναι ο «εχθρός», η «πηγή όλων των δεινών» –οι υποστηρικτές της δεν έχουν λόγο να πιστέψουν τις καταγγελίες τους. Πόσω μάλλον αφού η Λεπέν δηλώνει «θιγμένη», πως ενδεχομένως να προσφύγει στον Συνήγορο του Πολίτη μετά την απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου να παρακρατεί τα μισά έξοδα διαβίωσης, όλα τα γενικά έξοδα και τη μισή κοινοβουλευτική της αποζημίωση μέχρι να πάρει πίσω όλα τα χρήματα που θεωρεί πως του οφείλει, με τόκο 3,5% –«επιχειρούν να εμποδίσουν μια ευρωβουλευτή να ασκήσει τα καθήκοντά της», δήλωσε, «και αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό».