Η μία είναι η Μαρία Καπέλο. Καταδικάστηκε το 1998 σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία του συνταγματολόγου Ρομπέρτο Ρουφίλι, αλλά και του δήμαρχου της Φλωρεντίας Λάντο Κόντι. Ηταν ηγετικό στέλεχος των Ερυθρών Ταξιαρχιών της εποχής των μολυβένιων χρόνων και έγινε ένα είδος ιδεολογικής καθοδηγήτριας των νέων Ερυθρών Ταξιαρχιών στην ανάλυσή τους για την κοινωνική σύγκρουση, τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας που πρέπει με κάθε τρόπο να εμποδιστεί.

Η Μαρία Καπέλο είναι σήμερα η άτυπη αρχηγός των πέντε «αμετανόητων» μελών της παλιάς φουρνιάς της τρομοκρατίας –ή «ακλόνητων», όπως τα χαρακτηρίζει η «Ρεπούμπλικα». «Εγκλωβισμένες στο ματωμένο παρελθόν τους, αρπάζονται με όλες τους τις δυνάμεις από ιδεώδη τώρα πια θρυμματισμένα, χρησιμοποιούν τη γλώσσα της εποχής των μολυβένιων χρόνων, αποκαλούνται “συντρόφισσες” μεταξύ τους και αρνούνται, με απύθμενη επιμονή, οποιαδήποτε σχέση με τους θεσμούς και αυτό που οι ίδιες συνεχίζουν να ορίζουν ως “αστικό κράτος”» γράφει η ιταλική εφημερίδα.

Οι άλλες τέσσερις «ακλόνητες» είναι οι Σουζάνα Μπεράρντι, Μπάρμπαρα Φαμπρίτσι, Ροσέλα Λούπο και Βιντσέντσα Βακάρο. Ολες τους κρατούνται στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας των φυλακών της Λατίνα, στην περιφέρεια του Λάτσιο. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Ρεπούμπλικα», θα αρκούσε μια αίτηση για να αφεθούν ελεύθερες υπό όρους ή να πάρουν άδεια για μερικές ημέρες. Αλλά καμία τους δεν το κάνει. Αρνούνται να κάνουν χρήση και της παραμικρής ευνοϊκής διάταξης του νόμου, ενώ συνεχίζουν να ευαγγελίζονται τον ένοπλο αγώνα, να εξυμνούν την επανάσταση, να οχυρώνονται πίσω από συνθήματα στα οποία πίστεψαν τότε και εξακολουθούν να πιστεύουν έως σήμερα. Επιμένουν να αποτελούν την εξαίρεση ενός κανόνα που ήθελε τη συντριπτική πλειονότητα των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών και των υπόλοιπων οργανώσεων να μετανοούν για τη δράση τους, να συνεργάζονται με τις Αρχές, να κάνουν χρήση των διατάξεων του νόμου για την αποφυλάκισή τους ή ακόμη και να ζητούν χάρη.

Οι πέντε «ακλόνητες» κρατούνται στις φυλακές από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Εχουν όλες τους καταδικαστεί σε ισόβια, ενώ στο βιογραφικό τους βρίσκει κανείς συλλήψεις, ανταλλαγές πυροβολισμών, δολοφονίες και αναλήψεις ευθύνης για διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες. Φτάνουν ή έχουν ξεπεράσει πια το 60ό έτος της ηλικίας τους, δεν μιλούν με κανέναν που εκπροσωπεί, με οποιονδήποτε τρόπο, τους θεσμούς του κράτους. Δεν μίλησαν ούτε στους δύο δημοσιογράφους της «Ρεπούμπλικα» που έκαναν το ρεπορτάζ. Εκείνοι, πάντως, φαίνεται να τις είδαν: «Μοιάζουν με ήσυχες κυρίες που μπαίνουν σιγά σιγά στην τρίτη ηλικία. Δείχνουν να φροντίζουν την εμφάνισή τους και την υγεία τους, κάποια παραδίδεται στη χάρη του μακιγιάζ».

Κατά τα λοιπά, πλήρης απομόνωση. Πριν από μερικούς μήνες προστέθηκαν στην ομάδα άλλες δύο κρατούμενες, οι οποίες προέρχονται από τις τάξεις της «αναρχικής τρομοκρατίας». Η πτέρυγα υψίστης ασφαλείας χωρίζεται σε δύο ορόφους: στον έναν κρατούνται οι πρώην τρομοκράτισσες, στον άλλον οι γυναίκες που έχουν καταδικαστεί για εμπόριο ναρκωτικών ή για τη σχέση τους με τη Μαφία. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμία απολύτως επαφή. Είναι ένα είδος γυναικωνίτη στο εσωτερικό μιας ανδρικής φυλακής, όπου τα πάντα μοιάζουν να είναι ακίνητα εδώ και χρόνια. Ενας υπολογιστής, φυσικά όχι συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο, παραχωρήθηκε μόλις πρόσφατα, ενώ λίγες από τις κρατούμενες έχουν χρησιμοποιήσει έστω και μία φορά κινητό τηλέφωνο. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να παραμείνουν στην εποχή των μολυβένιων χρόνων.