«Στη Μόσχα, αδελφές μου, στη Μόσχα»

Κουίζ εν μέσω αναταράξεων και αλλαγών διοίκησης: Ποιο πρώην διοικητικό (έως και προεδρικό) στέλεχος μεγάλου δημόσιου πολιτιστικού οργανισμού βυσσοδόμησε ασύστολα για να ταξιδέψει, «για δουλειές του οργανισμού», στη Μόσχα αντί του νυν ανώτατου διοικητικού στελέχους και του διευθυντή του και έφαγε πόρτα από τη ρωσική πλευρά; Οι ευρόντες τη λύση θα κερδίσουν τις «Τρεις αδελφές» τουΤσέχoφ.

Βακχεία στο σαλόνι! «Τα πρόσωπα, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεάτρου, γκρεμίζουν τους κοινωνικούς φραγμούς και ο λόγος τους γίνεται άγριος, αγοραίος, σχεδόν χυδαίος… Ανδρας – γυναίκα, αγάπη – μίσος, γονιμότητα – στειρότητα, θύμα – θύτης, ιστορία – βιολογία, εκκλησία – παγανισμός. Μέχρι να αποκαλυφθούν τα βαθύτερα ένστικτα και τα πιο βαθιά μυστικά». Εμβληματικό έργο το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Εντουαρντ Αλμπι, εμβληματικό για τη βακχεία και τον κανιβαλισμό της σύγχρονης καταναλωτικής και κομ-ιλ-φό κοινωνίας, εμβληματικό για το θέατρο που «μιλάει» για μας, έχει πάρει τον δρόμο για τη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου (από 15 Φεβρουαρίου), στα χέρια –και τη μεταγραφή –του Γιώργου Κιμούλη, που αδίκως έγινε στόχος ανερμάτιστων χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και «κριτικής» και μόνο με την (ανυπόστατη ακόμη) φήμη ότι θα αναλάβει πρόεδρος –και όχι διευθύνων σύμβουλος, όπως λανθασμένα ή επιτηδευμένα γράφτηκε –στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πρωταγωνιστές αυτής της νέας πρότασης για το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» ο –θιασάρχης –Ακις Βλουτής ως Τζορτζ και η Νίκη Παλλικαράκη ως Μάρθα. Ενα δίδυμο που απογείωσε στη μεγάλη οθόνη το ζεύγος Ρίτσαρντ Μπάρτον – Ελίζαμπεθ Τέιλορ και στην ελληνική σκηνή το ζεύγος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου. Μιλάμε για ένα έργο που σηματοδοτεί, όπως μου λέει ο Ακις Βλουτής, «το τέλος της εποχής του Αλλου». Σε αυτή την αντίληψη περί του Αλλου, στη ζωή μας, κινείται ο Αλμπι, που στην εν λόγω παράσταση διανθίζεται με λίγο «Φάουστ» του Γκαίτε και μια ερημιά που έχει κάτι από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ. Με έναν τρόπο η ιστορία του Αλλου μάς φέρνει πίσω στους πρωτόπλαστους και στο πρώτο σύμβολο του Αλλου, που χάρη στη σχέση με αυτόν χάθηκε ο Παράδεισος. «Αυτό είναι το παιχνίδι από την αρχή» παρατηρεί ο Ακις Βλουτής. Με μια νομοτελειακή λογική: «Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, αλλά αντ’ αυτού πλάθεις έναν κόσμο μόνο με μοναξιές. Από κει ξεκινάει η ζωή, από κει και το θέατρο». Για να φτάσει, μοιραία, στο ζοφερό, επίσης νομοτελειακό «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, που «εισχωρεί» στην πρώτη πράξη της παράστασης (στην οποία παίζουν και οι Σαράντος Γεωγλερής, Τζωρτζίνα Λιώση).

«Αν δεν μ’ αγαπήσεις εσύ, δεν θα αγαπηθώ ποτέ». Από το νέο –κατά Κιμούλη, που ήδη δρέπει δάφνες με τις «Επικίνδυνες σχέσεις» στο Αλμα –«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» κι αυτό. Μπηγμένο (αιματηρά) στην κανιβαλική σχέση του ζεύγους Τζορτζ – Μάρθας. Με εκείνη να νιώθει, όπως όλες οι γυναίκες, όπως το θέτει ο Ακις Βλουτής, εξόριστη σε αυτόν τον κόσμο, τον αρσενικό. «Εκείνος, από την πλευρά του, παλεύει να την αποδεχτεί και να την αγαπήσει». Σε ένα δίπολο που θυμίζει το μυθολογικό υπερήλικο ζεύγος από τη Φρυγία, Φιλήμονα και Βαυκίδα, που δέχτηκε να φιλοξενήσει τον μεταμφιεσμένο σε ρακένδυτο ζητιάνο Ξένιο Δία και ανταμείφθηκε με αιώνια αγάπη, ώσπου μεταμορφώθηκαν σε δρυ και σε φιλύρα αντίστοιχα, σε μια ιστορία που σηματοδοτεί και τον αποσυμβολισμό. «Τα σύμβολα άλλωστε έχουν πια μετακινηθεί και δεν ξέρουμε σε τι να πιστέψουμε» προσθέτει ο Τζορτζ της παράστασης στο Από Μηχανής. Η παράσταση εμφορείται και με την τελευταία επιστολή του Ουμπέρτο Εκο στον εγγονό του, στην οποία τον νουθετεί πώς να σωθεί «από την ασθένεια που έχει χτυπήσει τους περισσότερους ανθρώπους: την αμνησία. Οταν έχεις μνήμη και γνωρίζεις ιστορία, ξέρεις και πότε απειλείσαι».
Οχι άλλη αυτοαναφορά! Κάπως έτσι είδε η πολύ νεανική ομάδα που ανέβασε στο Tempus Verum εν Αθήναις ένα διαφορετικό (για το τραγικό της εποχής) έργο: «Το έξυπνο πουλί» του Ζορζ Φεντό. Μια «αστική κωμωδία, στην οποία οι ήρωες έχουν λυμένα τα οικονομικά προβλήματά τους και το μόνο άλλο πρόβλημά τους είναι οι απιστίες και οι γκόμενες», όπως εξηγεί χαριτολογώντας ο Μάνος Βαβαδάκης (φωτογραφία) που σκηνοθετεί, μαζί με τον Γιώργο Κατσή, τους Στέλλα Βογιατζάκη, Χαρά – Μάτα Γιαννάτου, Κατερίνα Ζησούδη, Πάνο Παπαδόπουλο. Αξονας, λέει, η συνεχής γελοιοποίηση των χαρακτήρων. Μέσα σε ένα περιβάλλον (εκτός σκηνής) ζοφερό. «Ακριβώς κόντρα σε αυτό το περιβάλλον, όταν ψάχναμε για έργο οι έξι της ομάδας, είχαμε την ανάγκη να βρούμε κάτι πιο φωτεινό. Που να μην αφορά την κρίση. Το έχουμε παρακάνει με την αυτοαναφορά μας» προσθέτει. «Οταν διαβάσαμε το έργο, γελάσαμε πολύ, θεωρήσαμε ότι θα ήταν κρίμα να μη μεταφέρουμε στους θεατές αυτό μας το συναίσθημα». Κωμωδία απιστιών, λοιπόν. Οχι μόνον: «Είπαμε να μιλήσουμε και για το τι σημαίνει αγάπη μέσα στον γάμο και πώς μετασχηματίζεται όταν παύει να συνδέεται με τη σεξουαλική ικανοποίηση και οδηγεί στην απιστία, μέσα από την οποία ο καθένας προσπαθεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του». Τι πιο διαχρονικό. Κι ας μην είναι επίκαιρο. Ή, μήπως, κάτι πάντα επίκαιρο;

Ξεπεσμός και αξιοπρέπεια

Η αγάπη του για το έργο τουΜιχάλη Κακογιάννηέφερε τονEνκε Φεζολάριστη θέση του σκηνοθέτη επί της θεατρικής μεταφοράς του σεναρίου του για το «Τελευταίο ψέμα» (με τηνEλλη Λαμπέτη, στην οθόνη). Είχε προτείνει, εις μάτην, στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2011 «Το κορίτσι με τα μαύρα» (που μαζί με το «Ψέμα» και το «Κυριακάτικο ξύπνημα» απαρτίζουν τριλογία) και να που ήρθε η στιγμή για ένα έργο στο οποίο τον συγκίνησε και το κλείσιμο του ματιού στη λαϊκότητα της ηρωίδας, της Χλόης, σε σχέση με το θαύμα της Παναγιάς στο φινάλε. Και αυτό πέρα από το «ταξικό ζήτημα» που ψηλαφούσε η ταινία, εστιάζοντας σε μια παρακμάζουσα μεγαλοαστική οικογένεια, σε μια ρημαγμένη Ελλάδα, αλλά –τότε, το ’50 –με προοπτική και ελπίδα ανάπτυξης. Κι αν κολλάει αυτό στο σήμερα, όπως και η ουσία: η χαμένη αξιοπρέπεια, σε ελληνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Οπως κόλλησε στον σκηνοθέτη με τις εικόνες που βλέπει γύρω. Εναν γεράκο που από το παράθυρο του σπιτιού του, στην Πρατίνου, πουλάει ένα ένα τα υπάρχοντά του για να ζήσει. Η παράσταση, που θα παίζεται από 24 Φεβρουαρίου στο ΙδρυμαΚακογιάννη, με τουςΑντώνη Φραγκάκη, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Αθηνά Τσιλύρα, διαρθρώνεται με αφηγητή (Στέφανος Παπατρέχας), με μια «μεταμπρεχτική αντίληψη» και ακολουθεί τα πλάνα της ταινίας –στην οποία οΕνκε Φεζολάρι(φωτογραφία) διακρίνει και βαθύ κοσμοπολιτισμό -, «τις σχέσεις, τον ξεπεσμό, την αξιοπρέπεια», όπως μου περιγράφει. Περιλαμβάνει όμως και κομμένες από την ταινία σκηνές, όπως εκείνη με τη Χλόη που πάει στα εστιατόρια της Τήνου και επειδή δεν ξέρει να χρησιμοποιεί το χρήμα συναλλάσσεται με… ψωμί.