Το ΔΝΤ τα θέλει όλα: και σκληρά μέτρα από την ελληνική κυβέρνηση εδώ και τώρα και δραστική παρέμβαση των Ευρωπαίων για το δημόσιο χρέος, έστω με τη μορφή προκαταβολικής εξειδίκευσης των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Αυτή είναι η διπλή προϋπόθεση την οποία σε όλους τους τόνους έχει επικοινωνήσει τους τελευταίους μήνες και σήμερα δεν αναμένεται να εκφραστεί διαφορετικά. Αλλωστε, όπως αναφέρουν συγκλίνουσες πληροφορίες από Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη και Αθήνα σήμερα, κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, το ΔΝΤ δεν αναμένεται να ανοίξει τα χαρτιά του για το εάν θα συμμετάσχει ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα.

Απλώς θα παραθέσει τις λίγο – πολύ γνωστές –μέσω διαρροών τις προηγούμενες ημέρες –διαπιστώσεις του για τα αναγκαία μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν στην ελληνική οικονομία και μέσω της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους, η οποία θα ενσωματώνεται στην έκθεση του άρθρου 4, θα επιμείνει στην ανάγκη λήψης δραστικών μέτρων για να μην επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του σύμφωνα με τις οποίες το 2060 το δημόσιο χρέος θα φτάσει το 275% του ΑΕΠ, απαιτώντας ετήσια χρηματοδότηση ίση με το 63% του ΑΕΠ.

«Περιμένουμε ότι σήμερα το ΔΝΤ θα αφήσει δωμάτιο ανοιχτό στη διαπραγμάτευση» αναφέρει στέλεχος με γνώση των διεργασιών σε όλα τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης, εκτιμώντας ότι το Ταμείο θα εμφανίσει ένα ιδιαιτέρως ισχυρό DSA (Dept Sustainability Analysis).

Ο ΑΛΛΟΣ «ΔΡΟΜΟΣ». Κατά την εκτίμηση του ίδιου στελέχους, το ΔΝΤ θα ήταν διατεθειμένο να φύγει μετά τις γερμανικές εκλογές, αλλά στους κόλπους του Ταμείου επικρατεί η άποψη ότι μια αποχώρηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναζωπύρωση των κατηγοριών, ότι ακριβώς εξαιτίας της αποχώρησής του καταστρέφεται το ελληνικό πρόγραμμα. Υπ’ αυτό το πρίσμα, συνομιλητές του Πολ Τόμσεν αναφέρουν ότι το Ταμείο θα ήταν διατεθειμένο να μπει με χρηματοδότηση (αν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποφασίσει διαφορετικά) σε ένα πρόγραμμα διάρκειας 12 ή 18 μηνών (παρότι συνήθως τα MEFP του ΔΝΤ έχουν διάρκεια τριών ετών), με αντάλλαγμα ένα βελούδινο διαζύγιο στη συνέχεια.

Για να το κάνει αυτό, προϋπόθεση είναι η ελληνική κυβέρνηση να συμβιβαστεί με μέτρα ίσως κατά τι χαμηλότερα από 4,5 δισ. ευρώ τα οποία αρχικά απαιτούσε, δεδομένου ότι έως ενός σημείου αναμένεται να αναγνωριστεί η διατηρησιμότητα των περσινών υπερβάσεων στο σκέλος των εσόδων. Το μείγμα των μέτρων παραμένει αμετάβλητο: μαχαίρι στο αφορολόγητο (5.000 ευρώ έχει ζητήσει στο παρελθόν τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα, αν και κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι το Ταμείο τώρα δεν ζητά αφορολόγητο κάτω από 7.000 ευρώ), κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις καταβαλλόμενες συντάξεις (το μέτρο θα μπορούσε, εκτιμάται από ελληνικές πηγές, να ενταχθεί στον κόφτη), δραστική απελευθέρωση αγορών προϊόντων και υπηρεσιών με έμφαση στην αγορά εργασίας όπου οι σκληρές απαιτήσεις για αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων παραμένουν στο τραπέζι. Μάλιστα, στην ελληνική πλευρά έχει δοθεί το σήμα ότι είναι αδιαπραγμάτευτο το αίτημα για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ίσως θα μπορούσε να συζητηθεί μια ευνοϊκότερη παρέμβαση στο μέτωπο της μετενέργειας των συμβάσεων.
ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ. Η κυβέρνηση δεν έχει κόψει κάθε συζήτηση για πρόσθετα μέτρα. Διαπραγματεύεται επ’ αυτών, προβάλλοντας κυρίως ισχυρές ενστάσεις στο μέτωπο της προκαταβολικής νομοθέτησής του –οι απαιτήσεις του ΔΝΤ χαρακτηρίζονται παράλογες και αντισυνταγματικές -, αλλά τις τελευταίες ημέρες αρχίζει στο παζάρι να μπαίνει και μια ακόμα γραμμή διεκδικήσεων. Αν τελικά η κυβέρνηση πιει το πικρό ποτήρι των μέτρων, προχωρώντας ακόμα και σε νομοθέτηση με ρήτρα ακύρωσης της μείωσης του αφορολογήτου από το 2018 , εκτός από τα μέτρα για το χρέος και την ένταξη στο QE, τα οποία θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ ανταλλάγματα, φέρεται να παζαρεύει και κάποια αντίδωρα αναφορικά με τον ΦΠΑ στα νησιά, καθώς και τη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ενδεικτική των κυβερνητικών προθέσεων για το παζάρι της διαπραγμάτευσης μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί και η δήλωση του Πάνου Καμμένου (στη «Realnews»), σύμφωνα με την οποία «μείωση αφορολογήτου χωρίς μείωση του ΦΠΑ, του ΕΝΦΙΑ ή του φόρου των επιχειρήσεων που μπορεί να φέρει την ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει».
Οι διατυπώσεις αυτές βέβαια συνιστούν μια αξιοσημείωτη στροφή σε σχέση με τις μέχρι πρότινος διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να νομοθετηθεί κανένα πρόσθετο δημοσιονομικό μέτρο.