Για τους ιστορικούς οι υποθέσεις είναι χαμένος χρόνος. Αλλά καμιά φορά δεν αποφεύγεται ο πειρασμός. Τι θα είχε συμβεί εάν ο υπουργός μιας κυβέρνησης «σαμαροβενιζέλων» δήλωνε ότι οι πρόσφυγες «έχουν εδώ πράγματα που δεν είχαν στα σπίτια τους» ή αντιδρούσε σε μια κατάληψη προσφύγων με τη φράση «είμαστε κράτος με νόμο;». Πόσα πρωτοσέλιδα με οιμωγές, πόση ολοφυρόμενη ευαισθησία θα έβλεπε κανείς εάν ένας αστυνομικός χτυπούσε ένα προσφυγόπουλο, πόσοι θα αντιστέκονταν στη γοητεία της οργισμένης κινητοποίησης έξω από τους καταυλισμούς εάν πέθαιναν πρόσφυγες από τα μαγκάλια;

Τα «what if» δεν έχουν νόημα και δεν έχουν ακόμη περισσότερο στην πολιτική. Εχει όμως νόημα να αναρωτηθεί κανείς γιατί κάτι που θα συνέβαινε τότε, δεν συμβαίνει τώρα. Εντάξει, η Αμυγδαλέζα ήταν «κολαστήριο», το τοπόσημο μιας απάνθρωπης μεταχείρισης. Αλλά γιατί δεν είναι σύμβολο αναλγησίας η Μόρια και το Ελληνικό; Γιατί ο καταγγελτικός λόγος τότε πνιγόταν στο συναίσθημα, ενώ σήμερα είναι ήπιος και υποτονικός, σχεδόν ασθενικός; Τα γεγονότα δεν έχουν πολλές εκδοχές. Και το γεγονός είναι ότι η ριζοσπαστική Αριστερά εμπορεύτηκε ως αντιπολίτευση ένα δράμα. Το έκανε ακόμη μια φορά ως κυβέρνηση όταν χρησιμοποίησε τις προσφυγικές ροές ως διαπραγματευτικό όπλο απέναντι στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο πιστεύοντας ότι η Ελλάδα θα είναι για τους πρόσφυγες χώρα διέλευσης και όχι προορισμού.

Το αποτέλεσμα το βλέπει κανείς σήμερα. Το βλέπει ως αυτό που, σύμφωνα με μια έξαλλη αντιπολιτευτική ρητορική, υποτίθεται ότι ζούσε μια ολόκληρη χώρα, αλλά τελικά προβάλλεται στις πραγματικές του διαστάσεις στους προσφυγικούς καταυλισμούς: ως ανθρωπιστική κρίση. Ευτυχώς λείπουν οι οιμωγές των επαγγελματιών της ευαισθησίας. Δυστυχώς, λείπει και η λύση.