Δραστική μείωση των φορολογικών βαρών για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα εισηγείται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παράλληλα με τη μείωση του αφορολογήτου και την κατάργηση φοροαπαλλαγών. Για πρώτη φορά στην έκθεση του άρθρου 4, η οποία συζητήθηκε χθες βράδυ στο Εκτελεστικό του Συμβούλιο, το ΔΝΤ χωρίς να ανοίξει τα χαρτιά του για το εάν θα συμμετάσχει τελικά ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα, εισηγείται μείωση του ανώτατου συντελεστή ΦΠΑ 24% στο 23%, μείωση του φορολογικού συντελεστή 29% για τις επιχειρήσεις κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες και παράλληλη μείωση των συντελεστών για τα φυσικά πρόσωπα έως και την περιοχή του 15%-20% (από 22% έως 45% σήμερα). Παράλληλα, στο μέτωπο των συντάξεων εισηγείται κατάργηση της προσωπικής διαφοράς για τις συντάξεις με στόχο, όπως αναφέρει την καλύτερη στόχευση των κοινωνικών επιδομάτων. Ασχετα από τους στόχους, «η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αλλάξει το μείγμα της πολιτικής της σε πιο φιλικό για την ανάπτυξη» αναφέρεται στην έκθεση. Κατά την άποψη του Ταμείου, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα, υπό την προϋπόθεση ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 1,5% του ΑΕΠ, το οποίο θεωρείται ρεαλιστικό. «Αν οι Αρχές αποφασίσουν να διατηρήσουν έναν μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ, τότε θα χρειαστούν πρόσθετα αξιόπιστα και υψηλής ποιότητας μέτρα» αναφέρει το Ταμείο, ξεκαθαρίζοντας πως σε κάθε περίπτωση το δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο και απαιτούνται δραστικές παρεμβάσεις ελάφρυνσής του από τους ευρωπαίους εταίρους. «Η Ελλάδα, ακόμα και με την εφαρμογή φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων, δεν θα καταφέρει να αποκαταστήσει τη σταθερότητα χωρίς σημαντική ελάφρυνση χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους» σημειώνεται χαρακτηριστικά, ενώ στο βασικό σενάριο προβλέπεται έκρηξη του δημόσιου χρέους στο 275% του ΑΕΠ το 2060, με τις χρηματοδοτικές ανάγκες να εκτινάσσονται έως και το 62% του ΑΕΠ.

Χωρίς εκπτώσεις. Το Ταμείο επιμένει στη σκληρή γραμμή αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση, ενώ εμφανίζεται αντίθετο στη λογική του κόφτη. Απορρίπτει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ζητεί αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων και αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου (έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του ’80, σημειώνει), αποφασιστικά βήματα στην ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, επιτάχυνση των διαδικασιών απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. «Περάστε από τη νομοθέτηση στην εφαρμογή» διαμηνύει.

Αποκαλύπτει επίσης ότι εισηγείται διαγραφές χρεών στην Εφορία, στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αλλά και για τους φορολογουμένους εκείνους στους οποίους έχουν εξαντληθεί χωρίς αποτέλεσμα όλα τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης. Ξεκάθαρα το Ταμείο θεωρεί μη ρεαλιστικό τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% και αποκαλύπτει ότι «οι ελληνικές Αρχές θεωρούν ότι ο στόχος αυτός είναι εφικτός, πλην όμως υποστηρίζουν για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους ότι ένας στόχος 2%-2,5% είναι προτιμητέος». Κατά την άποψη του ΔΝΤ, το μάξιμουμ το οποίο μπορεί να επιτύχει η ελληνική οικονομία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 (η απόσταση των 2 μονάδων του ΑΕΠ από το 3,5% είναι αυτή η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα για πρόσθετα μέτρα 4,5 δισ. ευρώ).

Πέρυσι, οπότε η κυβέρνηση εκτιμά ότι το πλεόνασμα διαμορφώθηκε σε 2% του ΑΕΠ, το Ταμείο τοποθετεί τον πήχη στο 0,7%, για το 2017 προβλέπει 1% (1,75% απαιτεί το πρόγραμμα) και για το επόμενο έτος 1,5% του ΑΕΠ. Οι μεταρρυθμίσεις, κατά το ΔΝΤ, θεωρούνται απαραίτητες για την εδραίωση αναπτυξιακής δυναμικής στην οικονομία. Εκτιμά ότι εάν δεν εφαρμοστούν νέες μεταρρυθμίσεις, παραμείνουν σε ισχύ τα capital controls (πρέπει να αρθούν το συντομότερο εφικτό, τονίζει), δεν εξασφαλιστεί η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (περνά μέσα από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος) και χωρίς μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα είναι μόλις 1% και σε μακροπρόθεσμο δεν θα ξεπεράσει το 0,3%.