Η πολλή μαύρη γλυκόριζα στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του μωρού, προειδοποιούν επιστήμονες από τη Φινλανδία.
Η σχετική μελέτη συσχέτισε την κατανάλωση 250 γραμμαρίων γλυκόριζας την εβδομάδα από την μητέρα, με χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης και με αυξημένες πιθανότητες διαταραχής ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας στα παιδιά της. Τη συσχέτισε επίσης με πιο πρώιμη ήβη στα κορίτσια.
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στην Αμερικανική Επιθεώρηση Επιδημιολογίας (AJE).
Όπως γράφουν οι ερευνητές από την Φινλανδία, πραγματοποίησαν τη μελέτη τους σε 378 παιδιά, τα οποία γεννήθηκαν το 1998 και τα εξέτασαν την περίοδο 2009-2011 (η μέση ηλικία τους ήταν τα 12,5 έτη).
Την εποχή που ήσαν έγκυοι, οι μητέρες των παιδιών συμπλήρωναν μία φορά την εβδομάδα αναλυτικά ερωτηματολόγια για τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους, αναφέροντας μεταξύ άλλων την κατανάλωση γλυκόριζας.
Η γλυκόριζα οφείλει την χαρακτηριστική, γλυκιά γεύση της σε ένα συστατικό που λέγεται γλυκυριζίνη.
Στην παρούσα μελέτη οι ερευνητές χώρισαν τις γυναίκες σε ομάδες αναλόγως με την κατανάλωση γλυκυριζίνης.
Το 75% από αυτές είχαν μηδενική έως χαμηλή κατανάλωση, δηλαδή έτρωγαν λιγότερα από 250 mg την εβδομάδα, ενώ το 11% είχαν πολύ υψηλή κατανάλωση (υπερέβαιναν τα 500 mg γλυκυριζίνης την εβδομάδα, που αντιστοιχούν σε 250 γραμμάρια γλυκόριζας).
Όπως έδειξε η ανάλυση των στοιχείων, τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από τις μητέρες με τη μεγάλη κατανάλωση είχαν κατά μέσον δείκτη νοημοσύνης μειωμένο κατά μέσον όρο 7 μονάδες σε σύγκριση με όσα είχαν γεννηθεί από μητέρες που έτρωγαν μηδενική έως ελάχιστη γλυκόριζα.
Επιπλέον, είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να πάσχουν από διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας, ενώ ήταν μειωμένες οι επιδόσεις τους και σε τεστ μνήμης.
Ειδικά τα κορίτσια, εξ άλλου, είχαν και πιο προχωρημένη σωματική ανάπτυξη για την ηλικία τους, αφού είχαν μπει πιο νωρίς στην ήβη, ήταν πιο ψηλές και είχαν μεγαλύτερο σωματικό βάρος.
Κλειδί η γλυκυριζίνη
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι διαφορές αυτές σχετίζονται με τις επιδράσεις της γλυκυριζίνης στον οργανισμό.
Όπως εξηγούν, η γλυκυριζίνη εμποδίζει τη δραστηριότητα ενός ενζύμου που προστατεύει το έμβρυο από τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης της μητέρας. Η κορτιζόλη είναι η ορμόνη του στρες και τα υψηλά επίπεδά της μπορεί να επηρεάσουν τη νευρολογική ανάπτυξη του εμβρύου.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το συγκεκριμένο ένζυμο μετατρέπει την κορτιζόλη στην αδρανή της μορφή (την κορτιζόνη) πριν περάσει τον πλακούντα και φθάσει στο έμβρυο.
Ωστόσο προγενέστερη έρευνα στο εργαστήριο από την ίδια ερευνητική ομάδα είχε δείξει ότι ακόμα και σε χαμηλές δόσεις, η γλυκυριζίνη δεσμεύει το ένζυμο και επιτρέπει στην κορτιζόλη να φθάσει στην αρχική της μορφή στο έμβρυο.
«Τα νέα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι οι έγκυοι πρέπει να ενημερώνονται για τις δυνητικές επιδράσεις της γλυκόριζας και των τροφίμων που την περιέχουν στο αγέννητο μωρό τους και να τα αποφεύγουν», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Κάτρι Ραϊκένεν, καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι.
Αν και οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δεν συνιστούν αποφυγή της γλυκόριζας από τις εγκύους, το 2016 το φινλανδικό Εθνικό Ίδρυμα Υγείας & Ευεξίας (THL)εξέδωσε οδηγία σύμφωνα με την οποία οι έγκυοι καλό είναι να την περιορίζουν στο ελάχιστο.