Επιδημικές διαστάσεις λαμβάνουν οι ρευματοκλοπές. Σε μια μόλις χρονιά αυξήθηκαν κατά 26%, αποτέλεσμα όχι τόσο της ένδειας όσο της πολιτικής ανοχής που υπάρχει στο θέμα των αποκοπών ρεύματος, αφού πρωταγωνιστές είναι οι κατ’ επάγγελμα μπαταχτσήδες.
Ετσι, το 2016 εντοπίστηκαν 10.600 περιπτώσεις καταναλωτών να κλέβουν ρεύμα έναντι 8.409 το 2015, δηλαδή αυξήθηκαν σχεδόν κατά 2.200, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων που ολοκλήρωσε πρόσφατα ο ΔΕΔΔΗΕ. Δεδομένου ότι το 2014 οι εντοπισμένες ρευματοκλοπές δεν είχαν ξεπεράσει τις 6.605, μιλάμε για αύξηση 60% στη διετία, απόρροια τόσο της έξαρσης του φαινομένου όσο και της αύξησης των ελέγχων.
Στην ουσία, 833 φυσικά ή νομικά πρόσωπα έκλεβαν κάθε μήνα πέρυσι ρεύμα, χρησιμοποιώντας κάθε πιθανό ή απίθανο μέσο. Από την παράνομη σύνδεση με τη γειτονική κολόνα έως την πλήρη αποσύνδεση εξαρτημάτων του μετρητή, καρφίτσες που μπλοκάρουν το ρολόι, βερνίκια και σπρέι ψύξης που παγώνουν τον μετρητή ή ειδικούς μαγνήτες που ακινητοποιούν τη ροδέλα του. Ολα αυτά με τη συνδρομή «έμπειρων» ηλεκτρολόγων που προσφέρουν τη βοήθειά τους με το αζημίωτο.
Εννοείται ότι τα 10.600 κρούσματα δεν είναι παρά ένας μικρός αριθμός όσων ασκούν το συγκεκριμένο σπορ, αφού εκτιμάται ότι το πραγματικό νούμερο είναι πολύ μεγαλύτερο, παρά τους συνολικά 800.000 ελέγχους, τόσο για καταμέτρηση όσο και για ρευματοκλοπές, που κάνει τον χρόνο ο ΔΕΔΔΗΕ.
Αν και θα ανέμενε κανείς ότι ρεύμα κλέβουν τα πιο ανήμπορα νοικοκυριά, εντούτοις τα στοιχεία δείχνουν μάλλον το αντίστροφο. Τις υψηλότερες επιδόσεις έχουν ξενοδοχεία, εμπορικά καταστήματα, επαγγελματίες με υψηλές καταναλώσεις, και μάλιστα σε Αττική, και Θεσσαλονίκη, όπως και σε μερικές από τις πιο ανεπτυγμένες, οικονομικά εύπορες και δημοφιλείς τουριστικές περιοχές.
Το φαινόμενο των ρευματοκλοπών συνοδεύεται συχνά από θανατηφόρα ατυχήματα αλλά και από έντονη εγκληματικότητα, όπως το περσινό περιστατικό ξυλοδαρμού εργαζομένου του ΔΕΔΔΗΕ στη Ζάκυνθο από καταναλωτή – ιδιοκτήτη βενζινάδικου. Ούτε όμως οι κίνδυνοι ούτε κυρίως οι αυστηρότατες ποινές που προβλέπει ο νόμος το σταματούν. Το νομικό πλαίσιο προβλέπει ότι αν η κλαπείσα ποσότητα ενέργειας είναι μικρή, η πράξη θεωρείται πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης από 3 μήνες έως 5 χρόνια. Αν η κλαπείσα ποσότητα είναι πολύ μεγάλης αξίας (π.χ. πάνω από 80-100.000 ευρώ όπως στην περίπτωση ξενοδοχείων), τότε θεωρείται κακούργημα με ποινή φυλάκισης από 5 έως 10 χρόνια.
Τροφοδότης της αύξησης των κρουσμάτων ρευματοκλοπής δεν είναι παρά η ανοχή της πολιτικής ηγεσίας στο θέμα των αποκοπών ρεύματος. Οσο το μήνυμα είναι «δεν κόβουμε το ρεύμα παρά μόνο για οφειλές από 1.000 ευρώ και πάνω», τακτική που έχει υιοθετήσει ο υπ. Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης συνεχίζοντας την πολιτική του προκατόχου του Πάνου Σκουρλέτη, τόσο οι «Δεν πληρώνω» και οι ρευματοκλοπές θα αυξάνονται. Διότι δεν υπάρχει πραγματικός λόγος για ένα παρόμοιο «δίχτυ προστασίας», όταν όσοι έχουν πραγματική οικονομική αδυναμία εντάσσονται στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (ΚΟΤ), όπου ούτως ή άλλως οι αποκοπές απαγορεύονται.
Την ίδια στιγμή, οι έχοντες χρέη στη ΔΕΗ έως 1.000 ευρώ ανέρχονται σε πάνω από 1.500.000. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι από το 1,5 εκατ. αυτών των καταναλωτών που χρωστούν έως 1.000 ευρώ, μόλις το 14% έσπευσε ώς το τέλος Δεκεμβρίου να ενταχθεί στη ρύθμιση της ΔΕΗ για διακανονισμό σε δόσεις. Διότι, γνωρίζοντας οι καταναλωτές αυτοί ότι δεν πρόκειται να τους κοπεί το ρεύμα, φροντίζουν να «κρατούν» την οφειλή τους σταθερά στα επίπεδα των 1.000 ευρώ.