ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ
«Περιπατητής του δικού του παραδείσου»
Το μέρος που θα ήθελα να ζω είναι η Αθήνα. Αλλά η Αθήνα του Λουκιανού. Το μέρος που ονειρεύεται η παιδική φυγή μου είναι η Αμερική. Η Αμερική του Λουκιανού όμως. Ελεγε συχνά την προυστική φράση «Οι μόνοι αληθινοί Παράδεισοι είναι αυτοί που έχουν χαθεί». Κι έτσι παρέμενε μέχρι τέλους περιπατητής του δικού του Παραδείσου, της εικοσαετίας ‘45-’65. Αλλά καθόλου επιφανειακός περιπατητής. Ηξερε τα πάντα γι’ αυτήν: τα ελαφρά της, τα ρεμπέτικά της, την τζαζ και το σινεμά της, τα προσκοπικά της τραγουδάκια και τις κινήσεις των χορών της, εκείνες που του δίδαξε ο περίφημος Γιώργος ο «σουίνγκ».
Βάθαινε τη βόλτα του συνέχεια σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια και έχτιζε καινούργια μέρη μέσα σ’ αυτά. Το μαγαζί του, το «ΤEXAS», στην Πλατεία Μαβίλη, το μικρό μπαρ εντός του Θεάτρου Μεταξουργείο, το θέατρο του Λυκαβηττού όποτε έκανε εκείνος συναυλίες δεν ήταν απλώς αναπαραστάσεις της συγκεκριμένης εικοσαετίας. Ηταν νέα μπαρ, νέα θέατρα που άνοιγαν εκεί και τότε. Κι εμείς τα κοιτούσαμε απ’ έξω μαγεμένοι και κάπως μελαγχολικοί, δεν ξέραμε όμως για ποιον: για μας που θα ζούσαμε βαρετά και μηχανικά στο κουτοπόνηρο παρόν εκτός του Παραδείσου του ή για κείνον που μεγάλωνε ολομόναχος σ’ εκείνον τον Παράδεισο όταν και το τελευταίο Χερουβείμ τον είχε πια εγκαταλείψει.
Θυμάμαι τον Βέγγο να κλαίει και να φωνάζει «Αυτή είναι η Ελλάδα» παρακολουθώντας το αριστούργημά του, την παράσταση «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» στον Λυκαβηττό. Ενιωθες σαν ο ίδιος ο Μύθος να θέλει επιτέλους να βγει απ’ το κλουβί που τον εγκλώβισε η χυδαία «Αλήθεια». Ε, αυτό δημιουργούσε σε όλους και για όλους μας ο Λουκιανός. Την αληθινή Αμερική, την αληθινή Ελλάδα, την αληθινή Αθήνα, την αληθινή Κυψέλη. Αυτήν δηλαδή που αισθανθήκαμε και όμως δεν εμπιστευτήκαμε.
Δεν μας φάνηκε αρκετά «πραγματική». Αυτός την εμπιστεύτηκε και κατοίκησε μέσα της. Και εν αντιθέσει με τα τραγούδια που έβγαιναν έξω απ’ αυτήν, τα τραγούδια που έβγαιναν από μέσα του ήταν πάντα ανάλαφρα, πάντα χαρούμενα, πάντα λουσμένα στο φως της παιδικής ματιάς, ή της στολισμένης εορταστικής κινηματογραφικής πόλης. Παρότι εγκατέλειψε την Αρχιτεκτονική, η ιδέα που τον γονιμοποίησε ήταν καθαρά αρχιτεκτονικής φύσεως. Εχτισε τον εφηβικό του Παράδεισο. Και μας καλούσε εκεί με κάθε ευκαιρία. Τώρα που είναι σ’ έναν άλλου είδους Παράδεισο, εμείς έστω και καθυστερημένα μπορούμε να πολιτογραφηθούμε στον δικό του. Από χθες τα ξημερώματα, «άνοιξε και μας περιμένει».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ
«Το όνειρο του Λουκιανού ήταν ένα όνειρο για μια ελεύθερη ζωή»
«Ο Λουκιανός μας, “ο μικρός πρίγκιπας” ταξιδεύει στην ονειροχώρα, για εκείνο το φανταστικό πάρτι με τους φίλους του που ονειρεύτηκε και έστησε στα τραγούδια του. Και τ’ όνειρο του Λουκιανού ήταν ένα όνειρο για μια ελεύθερη ζωή, χωρίς εξαρτήσεις και δεύτερες σκέψεις, μια ζωή που υπηρέτησε με το ταλέντο του, την ευγένειά του και την αυτονομία του. Τον γνώρισα πολύ μικρός, σχεδόν παιδί, και γίναμε παρέα με την Μπουμπού (Αφροδίτη Μάνου) και την αδελφή της Μαρία (Δημητριάδη). Είπα και τα δύο πρώτα του τραγούδια (σ.σ.: “Παίρνω την ανηφοριά” και “Σ’ αγαπώ”, σε στίχους Δημήτρη Ιατρόπουλου, που κυκλοφόρησαν στον πρώτο προσωπικό δίσκο του Γιώργου Νταλάρα το 1969).
Ο Λουκιανός ήταν ένας άγγελος. Καλότροπος, όμορφος, προσεκτικός, με φινέτσα, δεν θύμωνε ποτέ. Μας καλούσε συνέχεια στην Αμαρυλλίδος, το ωραίο σπίτι στο Ψυχικό, μαζί με τ’ αγαπημένα του ξαδέρφια. Το σπίτι φάνταζε στα μάτια μου σαν τόπος αναψυχής και μάθησης. Σαν μια ευχάριστη βιβλιοθήκη. Ενα σπίτι όπου όλοι διάβαζαν βιβλία και η κουλτούρα ήταν εγγενής, κανένας δεν την προέβαλλε. Γι’ αυτό κι εγώ, παιδί από άλλη τάξη και από άλλη γειτονιά, δεν ένιωσα έξω από τα νερά μου. Οταν γνωριστήκαμε καλά, κατάλαβα ότι αυτό οφειλόταν στην κοινή μας καταγωγή. Ηταν κι αυτός από τη Μικρά Ασία. Γίναμε φίλοι. Από τον Λουκιανό γνώρισα την Αννα.
Ο Λουκιανός με τη μουσική του και τα τραγούδια του έδειξε τον υπέροχο χαρακτήρα του. Μπήκε μέσα στο θέατρο, στις ταινίες, στα όνειρα των ανθρώπων με προσοχή, τρυφερότητα και αυταπάρνηση. Σε όλα τα όνειρα. Σε αυτά που έγιναν πραγματικότητα και στα διαψευσμένα. Εγραψε τραγούδια αληθινά, με σκωπτική διάθεση στα κακώς κείμενα, αλλά καθόλου καταγγελτική σε σχέση με τα τραγούδια της εποχής του. Και έτσι μπήκε στην ψυχή μας και έμεινε. Από το “Media Luz” στα “Θερινά σινεμά” και από τα “Μικροαστικά” μέχρι το “Πάρτι στη Βουλιαγμένη”, τις μουσικές για το Ελεύθερο Θέατρο και πριν από λίγα χρόνια “Τα φανταρίστικα”, όπου ήμουν και εγώ στην παρέα.
Ο Λουκιανός δεν θα φύγει ποτέ από την καρδιά και το μυαλό μου. Θ’ ακούω τη φωνή και το πιάνο τού φίλου μου σε όλες τις καλές μου στιγμές. Και δεν θα είμαι ο μόνος. Ο cowboy μας δεν θα είναι ποτέ ούτε φτωχός ούτε μόνος».
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
«Αισθανόμουν σαν να είμαι πλάι του»
«Δεν μπορώ να το χωνέψω. Είναι ένας άγγελος ο Λουκιανός και τον χάσαμε. Στην πρώτη πρώτη εκπομπή, “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι”, περιμέναμε τον Λουκιανό να κλείσει η εκπομπή και ο Λουκιανός είχε τρακάρει. Οπότε σκάρωσα το κομμάτι “Περαστικά Λουκιανέ”, το οποίο μάλλον θα μας το λέει εκείνος από τις κατασκηνώσεις του ουρανού σ’ εμάς. Σε όλη μου τη ζωή αισθανόμουνα σαν να είμαι πλάι του, σαν να έχουμε μια σχέση, ασχέτως αν βλεπόμασταν ή όχι».
Μανώλης Μητσιάς
«Με συγκροτημένη σκέψη για τον πολιτισμό»
Το 1969 τραγουδούσα στις «Τζιτζιφιές» με τη Σωτηρία Μπέλλου και ήρθε ο Λουκιανός να με ακούσει. Είχα μάθει για το πόσο ωραία γράφει. Ετσι δώσαμε ραντεβού στο Ψυχικό, στο σπίτι του. Εκεί έμενε τότε. H καριέρα μου οφείλεται στον Λουκιανό – όπως στον Δήμο Μούτση και στον Νίκο Γκάτσο. Είχα βγάλει με τον Μούτση την «Ελευσίνα» και ακολούθησαν με τον Λουκιανό τα τραγούδια στον δίσκο «Η πόλη μας». Μετά τον δίσκο αυτόν βγήκαν μικρά 45άρια, το «Κοίταξε να δεις», το «Αχ Μαρία» και άλλα. Ξαναβρεθήκαμε με τον Λουκιανό στην «Κόκκινη κλωστή» του Γκάτσου. Ηταν καταπληκτικός άνθρωπος και συνεργάτης. Εχω πολύ έντονες εικόνες από το στούντιο, από το οποίο δεν έλειπε ποτέ. Θυμάμαι πως στις πρώτες ηχογραφήσεις δυσκολεύτηκα γιατί ήμουν φαντάρος. Ημουν στα Γιαννιτσά και είχε έρθει ο Λουκιανός για να πάρω εγώ άδεια μαζί με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, τον διευθυντή της Columbia. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις ατελείωτες συζητήσεις με τον Γκάτσο στου Φλόκα; Είχε ωραίο χιούμορ και κάθε του κουβέντα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πανδαιμόνιο γέλιου. Ηταν ευχάριστος στην παρέα, μορφωμένος με την ουσιαστική έννοια της λέξης και πολύ διαβασμένος. Με συγκροτημένη σκέψη για το τραγούδι και τον πολιτισμό. Μην ξεχνάμε ότι ήταν από τους συνιδρυτές του Ελεύθερου Θεάτρου.
Οι γνώσεις του στη μουσική ήταν βαθιές. Είχα λατρέψει τον δίσκο του «Μικροαστικά». Μου είχε κάνει εντύπωση την πρώτη φορά που ήρθε στην εταιρεία για να φέρει τα τραγούδια: πάνω στις κόλλες που είχε γράψει τους στίχους είχε σχεδιάσει σκίτσα, τα οποία είχαν σχέση με τα τραγούδια. Το έκανε πάντα. Αυτή τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ηταν καλοκαίρι και ο Λουκιανός είχε έρθει φορώντας ένα μοβ πουκάμισο, μπλε παντελόνι και έχοντας μακριά μαλλιά. Ηταν πάρα πολύ όμορφος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συνεργασία που είχαμε στη Διαγώνιο, όπου τραγουδούσε για πρώτη φορά ο Δήμος Μούτσης, αλλά και η Ελένη Βιτάλη και η Αφροδίτη Μάνου μαζί. Είναι όλα τόσο μπερδεμένα στο κεφάλι μου. Νιώθω ότι έφυγε η μισή μου ζωή σήμερα.
Αφροδίτη Μάνου
«Κράμα ευφυΐας, ταλέντου και συναισθηματισμού»
Τον Λουκιανό τον γνώρισα όταν ήμουν 15 χρονών, το καλοκαίρι του 1968 μέσα στη χούντα. Τυχαία μάλιστα από φίλους φίλων. Ενιωσα αμέσως ότι συνάντησα έναν αδελφό χαμένο που δεν ήξερα ότι υπήρχε. Σαν να είχαμε βγει από την ίδια οικογένεια και από το ίδιο καλούπι. Είχαμε κοινά ερεθίσματα και κοινές αισθητικές. Είχε τελειώσει όλες τις σπουδές του, το στρατιωτικό του και ήταν έτοιμος να αρχίσει την πορεία του στο τραγούδι. Είχε δουλέψει ως αρχιτέκτονας αλλά είχε μπαρκάρει για έναν χρόνο, όχι για βιοποριστικούς λόγους αλλά από περιέργεια. Εκείνη τη στιγμή στη ζωή του ήθελε να δει πώς είναι να είσαι ναυτικός και μπήκε σε ένα πλοίο.
Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ γι’ αυτή την πλευρά της ζωής του. Ηταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ κλειστός. Σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας πρόσχαρος και ορθάνοιχτος άνθρωπος και ένα κράμα πολύ ιδιαίτερο, με έντονα τα στοιχεία εξυπνάδας, ευφυΐας, συναισθηματισμού αλλά και φυσικής περιέργειας. Γενικά ήθελε να βγαίνουν οι πληροφορίες που αυτός ήθελε. Αλλά για μένα ο Λουκιανός ήταν ένας πάρα πολύ έξυπνος άνθρωπος με πολλά ταλέντα. Ηταν ένας άνθρωπος που «έφευγε» και ξαναρχόταν σε αυτό που ζούσε.
Η διακαής επιθυμία του, ο καημός του, ήταν το «Πάρτι». Το σχεδίαζε έναν χρόνο πριν. Εκανε λεπτομερή μελέτη για τα ηχητικά, τον χώρο – έως και τα πυροτεχνήματα που είχε φέρει από την Κίνα. Ηταν σχολαστικός και ήθελε να έχει τον έλεγχο. Δεν ήταν μια απλή συναυλία! Ηταν το γεγονός που χαρακτήρισε την εποχή μας, τη γενιά μας και όσα ζούσαμε εκείνη την εποχή.
Ουσιαστικά ήταν η τελευταία σύνδεση της ελληνικής πραγματικότητας με το όνειρο. Εγιναν κι άλλες συναυλίες πολυπληθέστατες, με 80 και 100 χιλιάδες κόσμο, αλλά ποτέ με αυτή τη μαγεία. Για μένα αυτή η συναυλία δεν είναι μόνο το βράδυ που έγινε. Διήρκεσε μία εβδομάδα. Οσος δηλαδή ο χρόνος που χρειάστηκε για να την προετοιμάσουμε. Ξημερωνόμασταν στην παραλία, δοκιμάζαμε τα μεγάφωνα μέχρι να βγει ο ήλιος και να μην αντέχουμε άλλο. Ημασταν όλοι οι καλλιτέχνες στην καντίνα και έρχονταν οι βάρκες και μας πήγαιναν στην πλωτή εξέδρα.