Το 1969 τραγουδούσα στις «Τζιτζιφιές» με τη Σωτηρία Μπέλλου και ήρθε ο Λουκιανός να με ακούσει. Είχα μάθει για το πόσο ωραία γράφει. Ετσι δώσαμε ραντεβού στο Ψυχικό, στο σπίτι του. Εκεί έμενε τότε. H καριέρα μου οφείλεται στον Λουκιανό –όπως στον Δήμο Μούτση και στον Νίκο Γκάτσο. Είχα βγάλει με τον Μούτση την «Ελευσίνα» και ακολούθησαν με τον Λουκιανό τα τραγούδια στον δίσκο «Η πόλη μας». Μετά τον δίσκο αυτόν βγήκαν μικρά 45άρια, το «Κοίταξε να δεις», το «Αχ Μαρία» και άλλα. Ξαναβρεθήκαμε με τον Λουκιανό στην «Κόκκινη κλωστή» του Γκάτσου. Ηταν καταπληκτικός άνθρωπος και συνεργάτης. Εχω πολύ έντονες εικόνες από το στούντιο, από το οποίο δεν έλειπε ποτέ. Θυμάμαι πως στις πρώτες ηχογραφήσεις δυσκολεύτηκα γιατί ήμουν φαντάρος. Ημουν στα Γιαννιτσά και είχε έρθει ο Λουκιανός για να πάρω εγώ άδεια μαζί με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, τον διευθυντή της Columbia. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις ατελείωτες συζητήσεις με τον Γκάτσο στου Φλόκα; Είχε ωραίο χιούμορ και κάθε του κουβέντα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πανδαιμόνιο γέλιου. Ηταν ευχάριστος στην παρέα, μορφωμένος με την ουσιαστική έννοια της λέξης και πολύ διαβασμένος. Με συγκροτημένη σκέψη για το τραγούδι και τον πολιτισμό. Μην ξεχνάμε ότι ήταν από τους συνιδρυτές του Ελεύθερου Θεάτρου. Οι γνώσεις του στη μουσική ήταν βαθιές. Είχα λατρέψει τον δίσκο του «Μικροαστικά». Μου είχε κάνει εντύπωση την πρώτη φορά που ήρθε στην εταιρεία για να φέρει τα τραγούδια: πάνω στις κόλλες που είχε γράψει τους στίχους είχε σχεδιάσει σκίτσα, τα οποία είχαν σχέση με τα τραγούδια. Το έκανε πάντα. Αυτή τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ηταν καλοκαίρι και ο Λουκιανός είχε έρθει φορώντας ένα μοβ πουκάμισο, μπλε παντελόνι και έχοντας μακριά μαλλιά. Ηταν πάρα πολύ όμορφος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συνεργασία που είχαμε στη Διαγώνιο, όπου τραγουδούσε για πρώτη φορά ο Δήμος Μούτσης, αλλά και η Ελένη Βιτάλη και η Αφροδίτη Μάνου μαζί. Είναι όλα τόσο μπερδεμένα στο κεφάλι μου. Νιώθω ότι έφυγε η μισή μου ζωή σήμερα.

Αφροδίτη Μάνου

«Κράμα ευφυΐας, ταλέντου και συναισθηματισμού»

Τον Λουκιανό τον γνώρισα όταν ήμουν 15 χρονών, το καλοκαίρι του 1968 μέσα στη χούντα. Τυχαία μάλιστα από φίλους φίλων. Ενιωσα αμέσως ότι συνάντησα έναν αδελφό χαμένο που δεν ήξερα ότι υπήρχε. Σαν να είχαμε βγει από την ίδια οικογένεια και από το ίδιο καλούπι. Είχαμε κοινά ερεθίσματα και κοινές αισθητικές. Είχε τελειώσει όλες τις σπουδές του, το στρατιωτικό του και ήταν έτοιμος να αρχίσει την πορεία του στο τραγούδι. Είχε δουλέψει ως αρχιτέκτονας αλλά είχε μπαρκάρει για έναν χρόνο, όχι για βιοποριστικούς λόγους αλλά από περιέργεια. Εκείνη τη στιγμή στη ζωή του ήθελε να δει πώς είναι να είσαι ναυτικός και μπήκε σε ένα πλοίο.

Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ γι’ αυτή την πλευρά της ζωής του. Ηταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ κλειστός. Σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας πρόσχαρος και ορθάνοιχτος άνθρωπος και ένα κράμα πολύ ιδιαίτερο, με έντονα τα στοιχεία εξυπνάδας, ευφυΐας, συναισθηματισμού αλλά και φυσικής περιέργειας. Γενικά ήθελε να βγαίνουν οι πληροφορίες που αυτός ήθελε. Αλλά για μένα ο Λουκιανός ήταν ένας πάρα πολύ έξυπνος άνθρωπος με πολλά ταλέντα. Ηταν ένας άνθρωπος που «έφευγε» και ξαναρχόταν σε αυτό που ζούσε.

Η διακαής επιθυμία του, ο καημός του, ήταν το «Πάρτι». Το σχεδίαζε έναν χρόνο πριν. Εκανε λεπτομερή μελέτη για τα ηχητικά, τον χώρο –έως και τα πυροτεχνήματα που είχε φέρει από την Κίνα. Ηταν σχολαστικός και ήθελε να έχει τον έλεγχο. Δεν ήταν μια απλή συναυλία! Ηταν το γεγονός που χαρακτήρισε την εποχή μας, τη γενιά μας και όσα ζούσαμε εκείνη την εποχή. Ουσιαστικά ήταν η τελευταία σύνδεση της ελληνικής πραγματικότητας με το όνειρο. Εγιναν κι άλλες συναυλίες πολυπληθέστατες, με 80 και 100 χιλιάδες κόσμο, αλλά ποτέ με αυτή τη μαγεία. Για μένα αυτή η συναυλία δεν είναι μόνο το βράδυ που έγινε. Διήρκεσε μία εβδομάδα. Οσος δηλαδή ο χρόνος που χρειάστηκε για να την προετοιμάσουμε. Ξημερωνόμασταν στην παραλία, δοκιμάζαμε τα μεγάφωνα μέχρι να βγει ο ήλιος και να μην αντέχουμε άλλο. Ημασταν όλοι οι καλλιτέχνες στην καντίνα και έρχονταν οι βάρκες και μας πήγαιναν στην πλωτή εξέδρα.