Δούλευα στη Lyra, τη δισκογραφική εταιρεία που διηύθυνε ο Αλέκος Πατσιφάς, μόλις τέλειωσα το σχολείο. Πιτσιρικάκι, ψαρωμένο (και εκστασιασμένο συγχρόνως) από τους ογκόλιθους που συναντούσα εκεί μέσα –τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο –ερχόμουν στα γράδα μου όταν στο γραφείο έμπαινε ο Λουκιανός. Με την ψιθυριστή φωνή του, που σου έδινε την εντύπωση πως ό,τι σου έλεγε ήταν ένα μεταξύ σας μυστικό, το γαλάζιο –συνήθως –πουκάμισο, τη λοξή φράντζα. Αναπτύξαμε μια σχέση στα όρια της συνωμοτικής. Αναπαράγαμε αστεία για τον Πατσιφά, του εκμυστηρευόμουν τα γκομενικά μου. Γίναμε φίλοι.

Τον Απρίλιο του 1983 βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη. Για εκείνον ήταν το παρθενικό ταξίδι του στις ΗΠΑ, στο Λος Αντζελες συγκεκριμένα όπου έμεναν συγγενείς του, και κανονίσαμε επιστρέφοντας να κάνει μια στάση λίγων ημερών στη Νέα Υόρκη, όπου ήδη θα ήμουν εγώ για κάποια δουλειά. Το κάναμε πενταήμερη. Μέχρι βελάκια παίζαμε στην πόρτα του ξενοδοχείου. Τότε, ένα βράδυ, χαμένοι σε μια νεοϋορκέζικη γειτονιά και ενώ προσποιούνταν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, μου πρωτομίλησε για το πάρτι στη Βουλιαγμένη. Ηταν μια ιδέα κάπως αόριστη ακόμη στο μυαλό του. Και όμως. Μέσα σε τρεις μήνες έγινε πραγματικότητα. Φίλοι και γνωστοί πέσαμε με τα μούτρα να βοηθήσουμε. Ανοργάνωτοι, χωρίς το περίφημο know how, με τον ενθουσιασμό που έχουν οι άνθρωποι όταν οι εποχές είναι αθώες και εκείνοι είκοσι χρόνων. Ή όταν, σε όλη τους τη ζωή, διατηρούν τον ενθουσιασμό των είκοσι χρόνων. Οπως ο Λουκιανός δηλαδή.

Και έφτασε η 25η Ιουλίου. Δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος μου, βρέθηκα όμως σε ένα κουβούκλιο πάνω σε μια εξέδρα μέσα στη θάλασσα με τον Γιώργο Παπαστεφάνου που θα έκανε τη ραδιοφωνική μετάδοση της συναυλίας (μαζί εκφωνούσαμε τις εκπομπές της Lyra) και τον Γιάννη Πετρίδη που έβαζε ξένα τραγούδια στα ενδιάμεσα. Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά όμως ήταν η αγωνία να φτάσω έγκαιρα, αφού το μποτιλιάρισμα, ήδη από το μεσημέρι, έφτανε μέχρι τη Γλυφάδα.

Και ύστερα εικόνες πολλές, πρωτόγνωρες. Και μια αδιόρατη αίσθηση ότι αυτό στο οποίο από σπόντα συμμετείχα θα γινόταν αργότερα μέρος της ιστορίας της ελληνικής ποπ κουλτούρας. Ο Λουκιανός που τραγουδούσε από μια πλαϊνή σε εμάς εξέδρα, μουσκεμένος από τον ιδρώτα της ζέστης και της αγωνίας να προσπαθεί να αλλάξει πουκάμισο. Τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν να έρχονται από την ακτή με κρις-κραφτ. Κάποιος που, πηδώντας από τη μια εξέδρα στην άλλη, έπεσε μέσα στη θάλασσα. Το βρεγμένο φουστάνι μου. Τα παπούτσια μου που τα έχασα και τα ξημερώματα γύρισα στο σπίτι ξυπόλητη. Και απέναντι έναν κόσμο που, χωρίς ακόμη τότε να το ξέρει, έκανε τη μεγάλη έξοδο από τη βαλκανική εσωστρέφεια. Η θάλασσα, από την ακτή μέχρι την εξέδρα, είχε γεμίσει με ανθρώπους που τραγουδούσαν μέσα στο νερό. Και ένα πλήθος στην άμμο μέχρι την άκρη της πλαζ της Βουλιαγμένης να στοκάρει τις αναμνήσεις της νιότης του. Εκεί έμειναν οι περισσότεροι, ακόμη και όταν εμείς, ξημερώνοντας πια, τα μαζεύαμε για να φύγουμε.

Από τότε έχω διαβάσει πολλά περί του τι συμβόλιζε αυτό το πάρτι. Τα περισσότερα και τα πιο βαθυστόχαστα από ανθρώπους που, είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω απόστασης, δεν ήταν εκεί. Δεν με ενδιαφέρουν, ούτε τα σχολιάζω. Ενα μόνο θα ήθελα να πω. «Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ», σε ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να είμαι εκεί. Και καλό σου ταξίδι. Οπου κι αν πας, είμαι σίγουρη ότι θα κάνεις ωραία πάρτι.