Δεν έχει μόνο μια αξεπέραστη γοητεία η ανάγνωση παλαιών εφημερίδων, όπως μπορείς να τις ξεφυλλίσεις σε δημόσιες βιβλιοθήκες δεμένες σε σώματα, αλλά η προοπτική –προς τα πίσω βέβαια –ακόμη και δέκα χρόνων, δίνει σε πολλά κείμενα, είτε πολιτικής, της ώρας δηλαδή, κοπής, είτε διαχρονικότερης σημασίας, τις πραγματικές τους διαστάσεις. Σάμπως ο χρόνος που διέρρευσε να μην είχε άλλη πρόθεση παρά να φωτίσει με την αποκαλυπτική του ισχύ τον πραγματικό λόγο που έκανε τον καθένα να γράφει ό,τι έγραφε, ή να λέει ό,τι έλεγε και τύχαινε να καταγραφεί.
Λυπάται κανείς όταν πρόκειται να διαφωνήσει σκληρά ή να συγκρουστεί με φίλους, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποια τρέχουσα αφορμή, μόνο και μόνο επειδή συμβαίνει να σκαλίζει το παρελθόν, σωστό όμως είναι να μη θεωρούμε ποτέ τακτοποιημένους τους λογαριασμούς μας με θέματα σοβαρά, έστω κι αν την ώρα που χρειαζόταν δεν παρατηρήθηκε καμιά αντίδραση. Υπάρχουν πολλοί που θα θυμούνται μια στήλη που υπήρχε εδώ στα «ΝΕΑ» ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, το 2007, πιο συγκεκριμένα το γνωστό ως ερωτηματολόγιο του Μαρσέλ Προυστ, στο οποίο είχαν απαντήσει πολλές και πολλοί, κυρίως από τον συγγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο. Ανάμεσά τους ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και οι πεζογράφοι Μαρία Ευσταθιάδη και Μήτσος Κασόλας. Στην προτελευταία ερώτηση λοιπόν αυτού του ερωτηματολογίου που είναι: «Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;», ο Νάνος Βαλαωρίτης, αιφνιδιαστικά ακόμη και για έναν άθεο, δηλώνει: «Μάλλον θα του έλεγα να σκάσει και να πάει στο Διάβολο». Στο ίδιο μήκος κύματος η Μαρία Ευσταθιάδη αποκρίνεται πως θα ήθελε να της πει ο Θεός: «Δεν πας στο διάολο», ενώ ο Μήτσος Κασόλας προτιμά, αντί για την άμεση βρισιά, έναν ειρωνικό τόνο: «Τι ξέρει αυτός από εμάς τους ανθρώπους; Ανέραστος είναι, σταύρωσε τον γιο του, λέει, για να μας σώσει: Μας έσωσε; Σιγά, καλέ!».
Αδυνατείς να μην αναρωτηθείς –έστω κι αν δεχτείς πως και οι τρεις απαντήσεις δεν έχουν δοθεί για να ξιπάσουν ή για να κερδίσουν, όσοι τις εξεστόμισαν, τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα δημοσιότητας του Γουόρχολ, αφού πρόκειται για δημιουργούς γνωστούς, σε όποιον βαθμό συμβαίνει αυτό –πώς είναι δυνατόν να μην τους γεννιούνται σκέψεις που αυθορμήτως προκύπτουν στο μυαλό του καθενός, χωρίς να είναι ποιητής ή πεζογράφος. Οτι για παράδειγμα κανείς πραγματικά σπουδαίος δημιουργός, σεσημασμένα μάλιστα άθεος, δεν θ’ αντιδικούσε μ’ έναν τόσο άκομψο λεκτικά τρόπο με μια έννοια που του είναι ανύπαρκτη. Καθώς η ύπαρξη του Θεού, είτε τη δέχεται είτε την απορρίπτει κανείς, συνδυάζεται μ’ ένα πλήθος άλλων κρίσιμων ερωτημάτων που η απόκριση σε αυτά έχει να κάνει με το κατά πόσο θεωρεί ως μια αυθύπαρκτη αξία την ανθρώπινη ζωή.
Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο εκφέρεται η απόρριψη της έννοιας του Θεού στοιχειοθετεί ταυτόχρονα μιαν απαξίωση και για όλες τις μορφές τέχνης στις οποίες ομνύουν με τις απαντήσεις τους στα άλλα ερωτήματα οι τρεις δημιουργοί που ήδη σημειώσαμε τα ονόματά τους. Να λοιπόν το κέρδος της ανάγνωσης παλαιών εφημερίδων: θα φαντάζονταν τότε τους εαυτούς τους και οι τρεις ως ρηξικέλευθες, επαναστατικές προσωπικότητες, ενώ σήμερα μάλλον ως σύμπτωμα μας μοιάζουν. Οι ίδιοι βέβαια και όχι –προς Θεού –το έργο τους.