Ενα από τα θέματα που έχει τελευταία θέσει η Αγκυρα στη διαπραγμάτευση για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος είναι η επέκταση των λεγόμενων «τεσσάρων ελευθεριών» που ισχύουν για τις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου μετά τη διευθέτηση του προβλήματος. Να διευκρινίσουμε κατά πρώτον ότι όταν μιλάμε για τέσσερις ελευθερίες στην ΕΕ, αναφερόμαστε στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και προσώπων που συνιστούν το θεμελιώδες περιεχόμενο της ενιαίας εσωτερικής αγοράς (και που εκ των πραγμάτων επεκτείνεται και στο δικαίωμα εγκατάστασης). Η επέκταση των τεσσάρων ελευθεριών σε τρίτη χώρα μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εάν η τρίτη αυτή χώρα συμμετέχει μέσω ειδικής συμφωνίας στον λεγόμενο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) που σήμερα «συνδέει» την ΕΕ με τη Νορβηγία, Ισλανδία και Λίχτενσταϊν. Κάτι τέτοιο έχει τεθεί στο τραπέζι λ.χ. για την περίπτωση της Βρετανίας εάν και εφόσον αποχωρήσει και τυπικώς από την Ενωση, αλλά το Λονδίνο δεν θέλει να εφαρμόσει την τέταρτη ελευθερία (προσώπων) και επομένως δεν μπορεί να γίνει επιλεκτική εφαρμογή των ρυθμίσεων ΕΟΧ και της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Αυτό το αποκλείει κατηγορηματικά η Ενωση. Είναι σαφές επομένως ότι το αίτημα της Τουρκίας αντίκειται ευθέως προς το «ενωσιακό κεκτημένο». Είσοδος στην ενιαία αγορά (και παράκαμψη και των απαιτήσεων για θεωρήσεις/βίζα) δεν μπορεί να γίνει «διά της πλαγίας οδού». Το επιχείρημα ότι οι τέσσερις ελευθερίες (θα) ισχύουν μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου (και επομένως το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει για την Τουρκία) είναι εντελώς έωλο. Ισχύουν όντως, αλλά Ελλάδα και Κύπρος είναι κράτη – μέλη της Ενωσης ενώ η Τουρκία είναι «τρίτη χώρα» μη μέλος.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί (και προσεχθεί) η απόπειρα δημιουργίας ενός «προηγουμένου». Στη συζήτηση για το Brexit έχει τεθεί από διάφορες πλευρές ως αίτημα η εφαρμογή των τεσσάρων ελευθεριών και ιδιαίτερα της ελεύθερης διακίνησης προσώπων μεταξύ Ιρλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου μετά την αποχώρηση του τελευταίου από την Ενωση και την υποβάθμισή του στην κατηγορία της «τρίτης χώρας». Πρόκειται για κάπως ανάλογη περίπτωση με αυτή της Τουρκίας. Εκτίμησή μου είναι ότι η Ενωση δεν πρόκειται να δεχθεί μια τέτοια ρύθμιση στο μέτρο που παραβιάζει το κεκτημένο και την ενότητα της εσωτερικής αγοράς. Αλλά καλό θα είναι να παρακολουθούμε προσεκτικά τη σχετική συζήτηση και διαπραγμάτευση που πρόκειται να ακολουθήσει.
Την περίοδο αυτή έχει προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης (customs union) μεταξύ Ενωσης και Τουρκίας στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης (Συμφωνία Αγκυρας – 1963), η οποία καλύπτει κυρίως την ελεύθερη διακίνηση βιομηχανικών προϊόντων. Ωστόσο η αναβάθμιση δεν πρόκειται να συμπεριλάβει τις τέσσερις ελευθερίες, τη συμμετοχή δηλαδή της Τουρκίας στην ενιαία εσωτερική αγορά, συμμετοχή που συνεπάγεται εξάλλου και άλλες υποχρεώσεις όπως εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και συνεισφορά στον προϋπολογισμό της Ενωσης.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών