Η πιο εύγλωττη απόδειξη για το μέγεθος της ελληνικής αποτυχίας στο μέτωπο της κρίσης είναι ότι, επτά χρόνια μετά την ουσιαστική χρεοκοπία μας και τις συνεχείς προσπάθειες να την ξεπεράσουμε, παραμένουμε «ειδική περίπτωση».
Σκεφτείτε πόσες «ιδιαιτερότητες», που επιδεινώθηκαν όλες από τους χειρισμούς της παρούσας κυβέρνησης:
Η Ελλάδα δεν υπήρξε η μόνη χώρα που μπήκε σε Μνημόνιο, αλλά η μόνη που αρνείται πεισματικά να βγει από αυτό. Τα κόμματα που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση καλλιεργούσαν έναν ανοιχτά «αντιμνημονιακό» λόγο, τον οποίο, όταν έρχονταν στην κυβέρνηση, δυσκολεύονταν να μετατρέψουν σε αξιόπιστη σχέση με το κοινωνικό σώμα και τους διεθνείς εταίρους. Αυτό έπαθε η κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία όμως κατάφερε σε αρκετά μεγάλο βαθμό να αποκαταστήσει την αξιοπιστία. Αυτό κυρίως υπέστη, και μας έκανε να υποστούμε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που ήρθε στην εξουσία με κεντρικό στόχο να μας βγάλει από την «επιτροπεία» και πέτυχε τον μοναδικό άθλο όχι μόνο να φορτώσει στις συλλογικές πλάτες το δικό της διαρκές Μνημόνιο, αλλά και να ξανανοίξει, στην παρούσα φάση, την πόρτα του Grexit, για την αποφυγή του οποίου είχε, υποτίθεται, συνομολογήσει το τρίτο Μνημόνιο.
Η Ελλάδα δεν υπήρξε η μόνη χώρα που είχε να διαπραγματευτεί και συχνά να τα βάλει με τρόικες, τέθριππα και θεσμούς, αλλά η μόνη που δεν βρήκε ποτέ το «κουμπί» τους, που δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις ανοχές και τις αντιφάσεις τους, που και τους «φίλους» τους έκανε εχθρούς. Καμία άλλη χώρα δεν έτυχε –σε όλο το διάστημα της κρίσης, αλλά κυρίως επί Γιούνκερ –τόσο θετικής αντιμετώπισης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για καμία άλλη δεν έκανε τόσες παρακάμψεις από τους κανόνες της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε καμία άλλη δεν παραδέχθηκε ρητά τα λάθη σχεδιασμού του το ΔΝΤ και δεν προσέφερε τόσο κρίσιμες αναπροσαρμογές όσο τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Εναντι όλων αυτών, η παρούσα ιδίως κυβέρνηση κούρασε την Επιτροπή, ανάγκασε την ΕΚΤ να προσθέτει διαρκώς νέους όρους για να μας ανοίξει την πόρτα της ποσοτικής χαλάρωσης και κατέληξε να ζητά την έξωση του ΔΝΤ, αφού προηγουμένως μόνη της συμφώνησε να μη μειώσει το στόχο των πλεονασμάτων, άρα να μην ξεσφίξει τη θηλιά από την πραγματική οικονομία.
Η Ελλάδα δεν υπήρξε η μόνη χώρα που αναγκάστηκε να πάρει μέτρα πολύ οδυνηρά, και συχνά τιμωρητικά, εις βάρος των πολιτών της. Υπήρξε όμως η μόνη που ποτέ δεν πρότεινε δικά της μέτρα, που δεν έδειξε ότι καταλαβαίνει πού υστερούσε και δεν επιδίωξε χωρίς έξωθεν καταναγκασμούς να μεταρρυθμίσει τους πιο προβληματικούς τομείς. Η Ιρλανδία και η Κύπρος άλλαξαν τραπεζικό σύστημα για να διατηρήσουν τα φορολογικά πλεονεκτήματά τους. Η Πορτογαλία εξορθολόγισε τη φορολογική και διοικητική της λειτουργία. Εμείς προβάλουμε μόνο τα –κάποιες φορές όχι αδικαιολόγητα –«όχι» μας και ποτέ τα –από χρόνια στα χαρτιά –σχέδιά μας. Αποτέλεσμα: η παρούσα κυβέρνηση θα αναγκαστεί να κάνει κι άλλες υποχωρήσεις σε δυο τομείς που θα μπορούσε να υπερασπιστεί –τις συντάξεις και τα εργασιακά –και δεν θα πάρει σε αντάλλαγμα τίποτα άλλο από μια διαιώνιση του μαρτυρίου της.
Το πρόβλημα είναι ότι το μαρτύριο είναι συλλογικό. Και, όπως είναι τα πράγματα, χωρίς τέλος.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος