Τα πρωτότοκα παιδιά είναι πιο ευφυή από τα μικρότερα αδέλφιά τους εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο τα μεγαλώνουν οι γονείς τους, αναφέρει διεθνής ομάδα επιστημόνων.
Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία από σχεδόν 5.000 παιδιά, τα οποία παρακολούθησαν από την ενδομήτριο ζωή έως την ηλικία των 14 ετών, καταγράφοντας μεταξύ άλλων την ανατροφή τους, τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας και άλλες παραμέτρους.
Κάθε δύο χρόνια, εξ άλλου, αξιολογούσαν με ειδικά τεστ την γλωσσική και νοητική τους ανάπτυξη, ζητώντας λ.χ. να ταιριάξουν γράμματα, να αναγνωρίσουν εικόνες και να διαβάσουν δυνατά λέξεις ή αργότερα κείμενα.
Όπως διαπίστωσαν, τα πρωτότοκα παιδιά είχαν κατά μέσον όρο υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης από τα μικρότερα αδελφάκια τους, με τη διαφορά στο IQ να αρχίζει να γίνεται εμφανής από τον πρώτο κιόλας χρόνο της ζωής τους.
Αυτό φάνηκε να συσχετίζεται με διαφορές στην αντιμετώπιση των παιδιών από τους γονείς – διαφορές που άρχιζαν πριν καν γεννηθούν.
Στην πραγματικότητα, η μελέτη έδειξε πως οι γονείς είχαν την τάση να παρέχουν περισσότερα νοητικά ερεθίσματα στα πρωτότοκα παιδιά κατά τα πρώτα 3 χρόνια της ζωής τους, ενώ στη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης οι μητέρες πρόσεχαν πολύ περισσότερο τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους απ’ όσο στις επόμενες.
Έτσι, ενώ στα πρωτότοκα παιδιά οι γονείς έδιναν έμφαση στο να τους διαβάζουν βιβλία, να παίζουν παιχνίδια μαζί τους και να τους βάζουν μουσική, στα επόμενα παιδιά οι δραστηριότητες αυτές ήταν πιο περιορισμένες.
Επιπλέον, ενώ οι μητέρες περιόριζαν αισθητά ή έκοβαν το κάπνισμα, το αλκοόλ και την ανθυγιεινή διατροφή όταν κυοφορούσαν το πρώτο παιδί, στα επόμενα η προσοχή που επιδείκνυαν ήταν σαφώς μειωμένη.
Όπως γράφουν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ στην επιθεώρηση Journal of Human Resources, πολλές μελέτες έχουν συσχετίσει τη σειρά γεννήσεως με το μορφωτικό επίπεδο και το εισόδημα αργότερα στη ζωή.
Τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν ότι «οι πολύπλευρες αλλαγές στη γονεϊκή συμπεριφορά μπορεί να αποτελούν επαρκή εξήγηση για τις διαφορές αυτές», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Άνα Νουέβο-Τσικέρο, από τη Σχολή Οικονομικών του Εδιμβούργου.