Η πιο χυδαία παρατήρηση που άκουσα τα τελευταία 24ωρα είναι ότι ο ΔΟΛ απέκτησε πρόβλημα επειδή άλλαξε (λέει) πολιτική γραμμή.
Μια παρατήρηση που φαίνεται ακόμη πιο χυδαία όταν διατυπώνεται από πρώην εργαζόμενους του ΔΟΛ.
Οι οποίοι αρέσκονται να αποδίδουν την δική τους προσωπική απόρριψη (δίκαιη ή άδικη, δεν το κρίνω διότι δεν είμαι αρμόδιος, ούτε μετείχα σε αυτήν…) σε δήθεν «πολιτικά κίνητρα» και σε καταχθόνιες εξηγήσεις. Υπέρτατη χυδαιότητα διότι υπακούει σε ευτελή κίνητρα.
Δεν ξέρω πως οι άνθρωποι αυτοί φαντάζονται μια εφημερίδα _αν την φαντάζονται κάπως…
Είναι άραγε ένα εκδοτικό κόμμα που εντέλλεται να εκφράζει την άποψη των αναγνωστών του;
Και ποιών αναγνωστών του; Όλων; Μόνο της πλειοψηφίας; Και πως θα μαθαίνουμε την πλειοψηφία; Θα ψηφίζουν οι αναγνώστες τι θα γράφουμε; ‘Η θα αποφασίζουν οι δημοσιογράφοι τι θα γράφει ο διπλανός τους;
‘Η μήπως η εφημερίδα είναι ένα ανεξάρτητο μέσο που καλύπτει με αμερόληπτο τρόπο την ειδησεογραφία (προσέξτε τη διατύπωση: αμερόληπτο, όχι αντικειμενικό…) και θέτει υπόψη του αναγνώστη μια πληθώρα απόψεων και σχολίων ώστε αυτός να τα αξιολογήσει κατά βούληση;
Τι είναι δηλαδή μια εφημερίδα; Ένα μονοφωνικό κομματικό όχημα; Ένα όχημα που οφείλει να ελέγχεται όταν διατυπώνει διαφορετική άποψη από εκείνη των επικριτών του ή όταν ξεφεύγει από κάποια αυτοπροσδιοριζόμενη πολιτική ορθότητα;
‘Η μήπως μια πλουραλιστική και πολυφωνική προσπάθεια ιδεών και διαλόγου που αξίζει ως τέτοια, είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κάποιος μαζί της;
Προσωπικά είμαι αναφανδόν υπέρ του δεύτερου _αλλά αυτό δεν έχει σημασία…
Σημασία έχει ότι αυτό ήθελαν πάντα να είναι «Το Βήμα» και «Τα Νέα».
Προφανώς μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αρχών και πεποιθήσεων από το οποίο δεν απέκλιναν ποτέ: το πλαίσιο της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, του προοδευτικού κοινωνικά και πολιτικά Κέντρου, της ανοιχτής οικονομίας, της ελεύθερης διαπάλης των ιδεών, της αμετάκλητης ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, του εκσυγχρονισμού των δομών της κοινωνίας.
Κυρίως το πλαίσιο μιας αισθητικής που απεχθάνεται τα άκρα και τις ακρότητες, που προάγει την παιδεία και τον πολιτισμό, που ανέχεται τα διαφορετικά, ακόμη και τα αντίθετα.
Αυτό ήταν και είναι το γενικό πλαίσιο ενός εκδοτικού οργανισμού που επέζησε πολέμων, εμφυλίων και δικτατοριών επί έναν σχεδόν αιώνα.
Πάνω και πέρα από κόμματα, παρατάξεις και προσωπικότητες. Πάνω και πέρα από τους δημοσιογράφους που τον υπηρετούσαν κάθε φορά.
Προφανώς λάθη έγιναν πολλά. Μόνο οι νεκροί είναι αλάνθαστοι.
Αλλά όταν επί έναν αιώνα κυκλοφορείς εκατοντάδες έντυπες εκδόσεις τον χρόνο, όταν έχεις εκατομμύρια επισκέπτες στα site, όταν μετέχεις σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, θα κάνεις λάθη, θα έχεις παραλείψεις, θα πέσεις έξω σε αξιολογήσεις και σε εκτιμήσεις, θα σου ξεφύγουν κι ανοησίες, αστοχίες ή υπερβολές.
Το γενικό πλαίσιο όμως το οποίο περιέγραψα ουδέποτε διαταράχθηκε κι ουδέποτε αμφισβητήθηκε τουλάχιστον τις δεκαετίες που είχα την τιμή να δημοσιεύω ελεύθερα κι ανεμπόδιστα τις όποιες (σωστές ή λάθος) πληροφορίες, απόψεις κι εκτιμήσεις μου στο «Βήμα» και «Τα Νέα».
Ακόμη κι όταν η κοινωνία στράφηκε στην ακρότητα, τον φανατισμό, τη μοχθηρότητα και την μισαλλοδοξία, τα έντυπα αυτά διαφύλαξαν την ταυτότητά τους ως οάσεις πολιτισμού, διαλόγου, δημοκρατικής ανοχής και νηφαλιότητας.
Αν λοιπόν ο ΔΟΛ έχει προβλήματα δεν είναι επειδή άλλαξε. Αλλά επειδή δεν άλλαξε.
Επειδή μέχρι τέλους διαφύλαξε την ελευθερία της γνώμης και την ανεξαρτησία της κρίσης απέναντι σε πολιτικές δυνάμεις που κραύγαζαν υπέρ του ελέγχου, μιλούσαν για χειραγώγηση και επιδίωκαν την συναλλαγή ή την υποταγή.
Δεν ξέρω αν χάσαμε. Αλλά αν χάσαμε, χάσαμε για τους καλούς λόγους.
Τους λόγους που μετά από χρόνια κι ανεξαρτήτως εξελίξεων θα μπορώ πάντα να λέω στους φίλους μου και στα παιδιά μου ότι αισθάνομαι ευγνώμων και υπερήφανος που για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου και της ζωής του «Βήματος» και των «Νέων» ήμουν κι εγώ εκεί.