Βρισκόμαστε στο Παρίσι το 1943. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Τσιγγάνος Τζάνγκο Ράινχαρτ, μια μοναδική προσωπικότητα της εποχής και βιρτουόζος της κιθάρας, βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του. Κάθε βράδυ το Παρίσι χορεύει με τη σουίνγκ μουσική του στα Φολί Μπερζέρ την ίδια περίοδο που οι Τσιγγάνοι της Ευρώπης καταδιώκονται και εξολοθρεύονται από τους Ναζί. Οταν η γερμανική προπαγάνδα τού ζητάει να πάει στο Βερολίνο για συναυλίες, διαισθάνεται τον κίνδυνο και αποφασίζει να δραπετεύσει στην Ελβετία με τη βοήθεια της γαλλίδας φίλης του Λουίζ ντε Κλερκ. Ταξιδεύει στη λίμνη της Γενεύης με την έγκυο σύζυγό του και τη μητέρα του. Αλλά η απόδρασή τους είναι πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι περίμενε. Οι τρεις τους βρίσκονται στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτής της καθοριστικής περιόδου ο Τζάνγκο Ράινχαρτ παρέμεινε ένας ξεχωριστός μουσικός και συνθέτης που αντιστάθηκε με την τέχνη και το χιούμορ του, αναζητώντας συνεχώς δρόμους προς τη μουσική τελειότητα.

Με το «Django» του Ετιέν Κομάρ ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη το 67ο Φεστιβάλ του Βερολίνου, ένα φιλμ με θέμα τη ζωή του τζαζίστα Τζάνγκο Ράινχαρτ και τη διαφυγή του από τους Ναζί –αλλά και την απεγνωσμένη προσπάθεια εύρεσης καταφυγίου στη Γαλλία. Ιδανική ταινία για ξεκίνημα Διεθνούς Φεστιβάλ, καταπιάνεται με θέμα ακραιφνώς πολιτικό και το διαχειρίζεται μυθοπλαστικά με έμπνευση. Σημειώστε πως πρόεδρός της Μπερλινάλε φέτος είναι ο Πολ Βερχόφεν, ο σκηνοθέτης του «Βασικού ενστίκτου» και του «Εκείνη» με την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Εννοείται πως τα μέλη της επιτροπής έχουν εξίσου πολιτική διάθεση, όπως για παράδειγμα ο μεξικανός ηθοποιός Ντιέγκο Λούνα: «Θέλω να ερευνήσω πώς κατασκευάζονται τα τείχη, απ’ ότι ξέρω υπάρχουν πολλοί ειδικοί εδώ» είπε, και το Παλάς κόντεψε να γκρεμιστεί. «Ο Τζάνγκο Ράινχαρτ ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της ευρωπαϊκής τζαζ και πατέρας του Gypsy Swing. Η ταινία παρουσιάζει ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο της ταραχώδους ζωής του και αποτελεί μια διαχρονική ιστορία επιβίωσης. Οι συνεχείς κίνδυνοι, η αναγκαστική φυγή αλλά και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον της οικογένειάς του δεν κατάφεραν να τον σταματήσουν να παίζει μουσική» αναφέρει ο διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου Ντίτερ Κόσλικ.
Ο ΕΤΙΕΝ ΚΟΜΑΡ. Η ταινία αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ετιέν Κομάρ, σεναριογράφου μεταξύ άλλων του «Ενώπιον Θεού και ανθρώπων» του Ξαβιέ Μποβουά και παραγωγού ταινιών όπως το «Τιμπουκτού» και «Ο βασιλιάς μου». Πρωταγωνιστούν ο Ρεντά Κατέμπ («Μακριά από τους ανθρώπους») και η Σεσίλ ντε Φρανς («Το παιδί με το ποδήλατο»).
Μιλώ με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Ετιέν Κομάρ και του τονίζω πως αυτό είναι το τρίτο του σενάριο βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία (έχουν προηγηθεί αυτά που έγραψε για δύο ταινίες του Ξαβιέ Μπουβουά, το «Τίμημα της δόξας» και το αριστουργηματικό «Ενώπιον Θεού και ανθρώπων»).

«Αλήθεια είναι, αλλά προσπαθώ πάντα να αφηγούμαι μια ιστορία μυθοπλαστική και όχι να αναπλάθω με ακρίβεια μια πραγματικότητα. Ακούω πολλή μουσική, ήμουν μουσικός ο ίδιος, τραγουδούσα σε μπάντα και είχαμε ένα κάποιο σουξέ. Σας λέω, το feedback που απολαμβάνει ένας μουσικός δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εισπράττει ένας κινηματογραφιστής, είναι η μέρα με τη νύχτα. Ε, κάτι από αυτή την έκσταση προσπάθησα να περάσω στη μεγάλη οθόνη».
Ο ΑΚΙ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ. Στο μεταξύ, περιμένουμε Ρίτσαρντ Γκιρ, Στιβ Κούγκαν, Λόρα Λίνεϊ και Ρεμπέκα Χολ (του «The Dinner» του Ορεν Μόβεμαν, από το μπεστ σέλερ του Ολλανδού Χέρμαν Κοχ) ενώ σύντομα ο φινλανδός σκηνοθέτης Ακι Καουρισμάκι θα παρουσιάσει «The Other Side of Hope». Λεπτομέρεια: ο Καουρισμάκι απαίτησε να γίνει προβολή από κόπια 35 χιλιοστών καθώς είναι ένας από τους τελευταίους που γυρίζει σε φιλμ –και καθόλου δεν του αρέσει να το βλέπει ψηφιακά κουτσουρεμένο. Τι να κάνουμε κύριοι, όσο και να προσπαθήσει η «επιστήμη», το φιλμ θα είναι πάντα ανώτερο!

Χθες πάντως είδαμε και το «Πάρτι» της Σάλι Πότερ. Την θυμόσαστε; Είχε σαρώσει πριν είκοσι πέντε περίπου χρόνια με το «Ορλάντο» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (παραμένει η καλύτερη ταινία της) και φέτος σκάρωσε ένα ξεκαρδιστικό ασπρόμαυρο μπουλβάρ συγκεντρώνοντας ένα εντυπωσιακό σινεφιλικό καστ: Μπρούνο Γκαντς, Κρίστιν Σκοτ Τόμας, Τίμοθι Σπολ, Σίλιαν Μέρφι και Πατρίτσια Κλάρκσον, όπου ο εορτασμός της πολιτικής ανόδου μιας υποψήφιας των συντηρητικών γίνεται η αφορμή για σειρά αποκαλύψεων που οδηγούν σε ένα υστερικό κρεσέντο. Δεν θα μας μείνει και αξέχαστο –αλλά διασκεδάσαμε. Οσο για το «Trainspotting 2», τι να πω. Αν σας άρεσε το πρώτο, θα σας αρέσει και τούτο εδώ. Το soundtrack είναι καλό, το ιλιγγιώδες μοντάζ κυριαρχεί ξανά, οι χαρακτήρες παραμένουν το ίδιο επιφανειακοί ενώ υπάρχει και μια κάποια μελαγχολία για τα είκοσι χρόνια που παρεμβλήθηκαν. Αν σημαίνει κάτι αυτό.