Ναι, το ξέρω πως ο τίτλος δεν είναι ακριβώς δόκιμος και πως η λέξη «μπέσα» δεν συνηθίζεται στα κείμενα κινηματογραφικής κριτικής ή ανταποκρίσεων, εν προκειμένω. Κι όμως δεν μπορούσα να αναζητήσω λέξη πιο ουσιαστική και καίρια για να περιγράψει το σινεμά του Φινλανδού –και διεθνούς –Ακι Καουρισμάκι. Η «Αλλη όψη της ελπίδας» (τι υπέροχος τίτλος) αφηγείται τις περιπέτειες ενός σύρου μετανάστη στη Φινλανδία, καθώς και την παράλληλη δράση ενός μεσήλικου επιχειρηματία που εγκαταλείπει τη σύζυγό του για να ανοίξει ένα εστιατόριο με λεφτά κερδισμένα στο πόκερ. Προφανώς κάποια στιγμή οι δρόμοι τους θα συναντηθούν. Κι όμως απουσιάζει αυτή η γλυκανάλατη επίφαση ανθρωπισμού (και υπόγειας ενοχής) που τόσο προσπαθεί να επιβάλει στις μέρες μας το αμερικανικό σινεμά, ακολουθώντας μια παλιά πεπατημένη χωρίς ίχνος δημιουργικής φαντασίας. Κάθε χαρακτήρας κρίνεται από τις πράξεις του και μόνο. Την ίδια ώρα, ό,τι χρειάζεται να ειπωθεί για το μεταναστευτικό δράμα και τον ρόλο της Δύσης σε αυτό είναι εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Το γνωστό offbeat χιούμορ του δημιουργού είναι σχεδόν πάντα σε πρώτο πλάνο. Και το φινάλε απλό και απέριττο, συγκινητικό και ανθρώπινο όσο χίλια μελοδράματα μαζί. Σημειώστε πως η ταινία του Καουρισμάκι (που ακούω πως δεν θέλει να ξαναπατήσει στις Κάννες) είναι η μόνη στο Φεστιβάλ που παίχτηκε από κόπια φιλμ 35 χιλιοστών έπειτα από έντονη απαίτησή του. Χάρηκαν τα μάτια μας εικόνες που ανέπνεαν και χρώματα απτά.

ΤΖΕΦΡΙ ΡΑΣ. Στο «Final Portrait», από την άλλη, ταινία βρετανικής παραγωγής που επίσης παρακολουθήσαμε, ο ηθοποιός Στάνλεϊ Τούτσι («The lovely bones», «Ο διάβολος φορούσε Prada», «The hunger games») κάθεται πίσω από την κάμερα για να στήσει μια βιογραφική ταινία σχετική με τον κορυφαίο της παγκόσμιας τέχνης Αλμπέρτο Τζιακομέτι, δίνοντας την ευκαιρία στον Τζέφρι Ρας (που βραβεύτηκε για τη συνολική προσφορά του στο σινεμά) να καταθέσει μια σπουδαία ερμηνεία, από εκείνες που συνηθίζει στις ταινίες του είδους (ας μην ξεχνάμε ότι έχει κερδίσει το Οσκαρ ανδρικού ρόλου για το «Shine», όπου υποδυόταν τον πιανίστα Ντέιβιντ Χέλφγκοτ, ενώ ήταν υποψήφιος στα «Ερωτευμένος Σαίξπηρ», «Quills: Η πένα της αμαρτίας» και «Ο λόγος του βασιλιά»). Ο τόνος του σκηνοθέτη κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ήταν σαφής: «Νομίζω πως αν αυτή η κυβέρνηση θελήσει να αφανίσει τις τέχνες, θα το κάνει. Αλλωστε η τέχνη θα έπρεπε να είναι ένα εγγενές κομμάτι της ζωής, αλλά πολλοί άνθρωποι δεν θεωρούν ότι είναι σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης. Η τωρινή αμερικανική κυβέρνηση, μάλιστα, μπορεί να μη θεωρεί σημαντική ούτε και την εκπαίδευση!».

Κατά τ’ άλλα, η Σάλι Πότερ έφερε στην Μπερλινάλε όλο το καστ της νέας ταινίας της «Party»: Κριστίν Σκοτ Τόμας, Πατρίσια Κλάρκσον, Μπρούνο Γκανς, Κίλιαν Μέρφι και Τίμοθι Σπολ. Και μίλησε για το Brexit: «Αρχισα να γράφω το σενάριο πριν από τις τελευταίες εκλογές στη Βρετανία, σε μια στιγμή όπου έμοιαζε ότι η Αριστερά στην Αγγλία έχανε την ικανότητά της να είναι γενναία και ειλικρινής ως προς τη στρατηγική της και προσπαθούσε να καμουφλάρει τις πεποιθήσεις της ως κεντρώες. Αυτό τώρα έχει αλλάξει. Η πόλωση έχει αυξηθεί πολύ. Οι ψηφοφόροι έχασαν την αίσθηση της πολιτικής ζωής, τη δυνατότητα έστω να γνωρίζουν ποια είναι η αλήθεια. Γι’ αυτό η ειλικρίνεια είναι τόσο σημαντική στον πολιτικό λόγο της ταινίας. Η ειλικρίνεια στην προσωπική ζωή και στην πολιτική ζωή».