Οταν η (κατ)αναγκαστική σιωπή μιας εφημερίδας ανάγεται (και ορθά) σε μείζον πολιτικο-κοινωνικό ζήτημα, γίνεται πληρέστερα (για όλους) αντιληπτό και το βάρος της και οι συνέπειες που συναπορρέουν. Πέραν ακριβώς προχειρόλογων ευθυνολογιών, η ουσιαστική διάσταση παραμένει αναλλοίωτη. Και αφορά: Πρωταρχικά την (για οποιουσδήποτε λόγους) περιστολή του δημοσιογραφικού λόγου. Και ως εργαλείου πληροφόρησης. Και ως βήματος για διατύπωση γνώμης.
Οπόταν, ό,τι και να συμβεί –αλλά και όπως και αν εκτιμηθεί το γεγονός -, εκείνο που τελικά μετρά είναι η απομείωση του δημοκρατικού γίγνεσθαι. Οσο και αν αυτό μπορεί να φαίνεται αφοριστικό κι ενδεχομένως αυθαίρετο, εντούτοις είναι το καθαυτό ζήτημα. Που καίει. Και αποβαίνει οδυνηρή τραυματική τομή. Οχι για τους «συμπαθούντες» (ή στοιχιζόμενους) αλλά για όλους. Οσοι δηλαδή (ως επαρκείς) λειτουργούν με όρους λόγου και αντιλόγου. Και που ξέρουν καλά ότι: Οπου ο λόγος αναιρείται, συρρικνώνεται και το προσδόκιμο της δημοκρατίας. Γιατί στερείται το αναγκαίο της οξυγόνο. Τόσο απλό. Οσο που αποβαίνει μοναδικός δείκτης (και δυναμική) ως προς το δέον. Κατ’ ακρίβειαν καταλύτης ως προς τη συνειδητή κοινωνική ανέλιξη κι εφαλτήριο για την εθνική επάρκεια και προοπτική.
Οπόταν και η επάνοδος στις επάλξεις είναι αυτονοήτως το ίδιο ιστορική όσο και η μακρότατη διαδρομή της. Χάρη σ’ αυτούς που τη συγκροτούν (και την υπηρετούν) ως τέτοια…