Σε ένα συγκινητικό πρόσφατο άρθρο του, ο χιλιανός συγγραφέας Αριέλ Ντόρφμαν κοιτάζει την οροσειρά των Ανδεων από το παράθυρό του και ξαναθυμάται τους απελευθερωτικούς αγώνες που, για πολλές λατινοαμερικανικές χώρες, ξεκίνησαν από εκεί. Οπως, δύο αιώνες πίσω, οι στρατοί των ατάκτων ξεκίνησαν την αντεπίθεση, μετά την ισπανική Ρεκονκίστα, διαβαίνοντας βουνά που φαίνονταν απέραστα και εχθρικά, έτσι και σήμερα η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει ένα πλέγμα εξελίξεων εξαιρετικά απειλητικό: διάλυση δημοκρατικών θεσμών, άνοδος στην εξουσία λαϊκιστών, εθνικιστική αναδίπλωση, γενικευμένη καταφυγή στη βία ή στο «δίκαιο» του ισχυρού. Απέναντι στην παλινόρθωση του κακού, οφείλουμε, λέει ο Ντόρφμαν, να βρούμε ξανά –αλλά τώρα, πριν είναι πολύ αργά –ένα νέο σημείο στήριξης και μαζί έμπνευσης. Εναν δύσκολο, υψηλό και ευγενή σκοπό, όπως ήταν η διάβαση των Ανδεων.
Ναι, αλλά ποιες είναι οι σημερινές Ανδεις;
Η προφανής απάντηση θα ήταν: η υπεράσπιση της δημοκρατίας. Πράγματι, όλο και περισσότεροι διαισθάνονται ότι αυτό που διακυβεύεται, πίσω από την επανεμφάνιση της αυθαιρεσίας και όλων των μεθόδων που την προετοιμάζουν και την επεκτείνουν –του πολεμικού λόγου, της προπαγάνδας, της καταπίεσης των ελευθεριών και των μειονοτήτων, της εκφώνησης βεβαιοτήτων, της παρουσίασης του ορθολογισμού ως ξεπερασμένου –είναι η ψυχή, ίσως και η ύπαρξη, της μεταπολεμικής δημοκρατίας, στην ευρωπαϊκή της τουλάχιστον εκδοχή. Από την άλλη, η δημοκρατία και τα αγαθά της, πρώτα ανάμεσα στα οποία είναι η ειρήνη, θεωρούνται δεδομένα και, άρα, βουνά που διανύθηκαν και που δεν προσφέρονται για υπέρβαση. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια μας, θύμα της επιτυχίας της και της συλλογικής αίσθησης ότι έχει εκπληρώσει -επιτυχώς, αλλά τελεσίδικα –τον σκοπό της.
Τόσο η πολιτική όσο και η πολιτιστική παλινόρθωση που βρίσκονται σε εξέλιξη έχουν με το μέρος τους τη λαϊκή νομιμοποίηση: η «εξέγερση των από κάτω» που έβγαλε το Brexit και τον Τραμπ, αυτόν ακριβώς τον στόχο είχε και αυτόν πέτυχε μέσα από τις κάλπες: να ανατρέψει όσα θεωρούνταν ώς τώρα δεδομένα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη ή διατεθειμένη να τα αντικαταστήσει με τίποτα άλλο πέρα από την ίδια την ανατροπή. Η απόρριψη του παλιού αποδείχθηκε και παραμένει πιο ισχυρή από την υπεράσπιση μιας φθαρμένης καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, που πλέον δεν είναι σε θέση ούτε να καθησυχάσει. Γι’ αυτό οι δυνάμεις της δημοκρατίας είναι επείγον να περάσουν από τον αμυντικό λόγο στην οικοδόμηση μιας θετικής προοπτικής.
Αλλη σειρά προβλημάτων γεννιέται στο σημείο αυτό. Πώς να δώσεις μια θετική προοπτική όταν, αφενός, οι εξελίξεις είναι αντικειμενικά ανησυχητικές και, αφετέρου, υποτίθεται ότι η διαφορά σου είναι ότι κοιτάς την αλήθεια κατάματα και δεν υπόσχεσαι πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν; Είναι δυνατόν να πειστεί κανείς ότι τέλεια δημοκρατία και πλήρης, παλιού τύπου μάλιστα, ευημερία είναι σήμερα εφικτές; Μήπως είναι πολύ πιθανότερο να αποδεχθεί, μέσα από προτάσεις και πράξεις, ότι μια καλύτερη Ευρώπη ή Ελλάδα όχι μόνο μπορούν, αλλά και είναι απαραίτητο να υπάρξουν;
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος